Ενας πρώην μητροπολίτης αφορίζει τον πρωθυπουργό, μια υπουργό κι έναν υφυπουργό. Η αντίδραση της Ιεράς Συνόδου είναι μια ανακοίνωση που, κατά το δημοσιογραφικό κλισέ, αδειάζει τον «συνταξιούχο» ιεράρχη επισημαίνοντας πως ο «μεγάλος αφορισμός» είναι δική της αρμοδιότητα – πως για να έχει ισχύ και υπόσταση, δηλαδή, θα πρέπει να τον συμφωνήσει η ολομέλεια των μητροπολιτών της. Υπάρχει, βέβαια, κι η ανάποδη των ειδησεογραφικών τίτλων ανάγνωση: Η Εκκλησία υπογραμμίζει μέσω του δελτίου Τύπου την επιρροή της στο χριστεπώνυμο πλήθος. Την επίδραση που, αν το θελήσει, θα μπορούσε να έχει στην καριέρα οποιουδήποτε πολιτικού.

Πρόκειται για μια δύναμη που φροντίζει συχνά να την υπενθυμίζει. Αλλά και η πλειονότητα των πολιτικών ανδρών και γυναικών δεν λησμονούν να την παίρνουν σοβαρά υπόψη τους. Μια μικρή αναδρομή σε ορισμένους από τους κυριότερους σταθμούς των σχέσεων της Εκκλησίας με τους πολιτικούς στα χρόνια της Μεταπολίτευσης το αποδεικνύει. Εντάξει, για να ακριβολογούμε η πιο τρανταχτή απόδειξη παραμένει ο διαχωρισμός Εκκλησίας – Κράτους που όλο αναβάλλεται. Ακόμη κι η πρώτη φορά Αριστερά τον απέφυγε στην ουσία αφού στη σχετική πρότασή της, την οποία ο Αλέξης Τσίπρας είχε διαπραγματευτεί με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, η μισθοδοσία των κληρικών θα συνέχιζε να βγαίνει από τα κρατικά ταμεία. Ωστόσο, μια σειρά από μπρα ντε φερ στα οποία ενεπλάκησαν οι εκπρόσωποι της εκτελεστικής και της εκκλησιαστικής εξουσίας, και φυσικά η έκβασή τους, είναι εξίσου διαφωτιστικά.

Το 1982 το ΠΑΣΟΚ φέρνει στη Βουλή αλλαγές-τομές στο οικογενειακό δίκαιο. Ανάμεσά τους και τη θέσπιση του πολιτικού γάμου. Η πρωτοβουλία κρίνεται μέχρι σήμερα πρωτοποριακή. Κι όμως, το Κίνημα μετρά μια μικρή ήττα στα πλαίσια αυτής της νίκης. Στον αρχικό σχεδιασμό προβλεπόταν η υποχρεωτικότητα του πολιτικού γάμου – αυτός θα είχε αξία για το κράτος, όχι η τελετή στην εκκλησία. Τελικά, μετά από μεγάλες εκκλησιαστικές αντιδράσεις και διαπραγματεύσεις του ίδιου του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ – και την απειλή του δεύτερου να κατεβάσει τον κόσμο στο δρόμο – ο πολιτικός γάμος νομοθετείται ως «ισοδύναμος» με τον θρησκευτικό.

Ο Αντώνης Τρίτσης

Μερικά χρόνια αργότερα αρχίζει η συζήτηση για τη μοναστηριακή περιουσία. Ο Αντώνης Τρίτσης, υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, το 1987 αποφασίζει πως είχε φτάσει η ώρα να λυθεί το θέμα και γράφει ένα νομοσχέδιο που προβλέπει ότι η εν λόγω περιουσία θα περάσει στο κράτος ενώ στα συμβούλια της διαχείρισής της θα συμμετέχουν και «λαϊκοί». Η Εκκλησία απειλεί πάλι με συλλαλητήρια. Ο Τρίτσης δεν αλλάζει ούτε κόμμα από το σχέδιο νόμου, κι ο πρωθυπουργός Παπανδρέου αρνείται να συναντηθεί με τους μητροπολίτες εκπροσώπους της Εκκλησίας. Ο νόμος ψηφίζεται από ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού. Δεν εφαρμόζεται, όμως, ποτέ. Τον επόμενο χρόνο Παπανδρέου και Σεραφείμ υπογράφουν μια συμφωνία που καταργεί τη συμμετοχή των λαϊκών στα συμβούλια, χωρίς ο Τρίτσης να είναι παρών. Εκείνος υποβάλλει παραίτηση, αλλά δεν γίνεται δεκτή. Μέχρι την επόμενη φορά που την υπέβαλε.

Οι σοσιαλιστές δεν είναι οι μόνοι που υποχώρησαν μπροστά σε ιεραρχικές απαιτήσεις. Η κυβερνώσα Αριστερά, που δούλεψε σκληρά για να κερδίσει το παρατσούκλι «Αριστερά του Κυρίου», έδειξε επίσης σε υπουργούς της τον δρόμο της εξόδου από το κυβερνητικό σχήμα εξαιτίας μιας διαμάχης με ανώτατους κληρικούς. Το 2016 οι αλλαγές που ετοιμάζει ο τότε υπουργός Παιδείας, Νίκος Φίλης, στη διδασκαλία των Θρησκευτικών εξοργίζουν την Ιερά Σύνοδο. Το θέμα προσπαθεί να λύσει ο Αλέξης Τσίπρας σε μια συνάντηση στο Μαξίμου με τον Ιερώνυμο παρόντων του Φίλη και του Πάνου Καμμένου. Σύμφωνα με όσα αποκάλυψε αργότερα ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος, ο μικρός κυβερνητικός εταίρος είχε, μάλιστα, δηλώσει πίσω από τις κλειστές πόρτες του πρωθυπουργικού γραφείου διατεθειμένος να ρίξει την κυβέρνηση για χάρη της Εκκλησίας. Περίπου έναν μήνα μετά – ενώ ο Ιερώνυμος έχει πει στο πεζοδρόμιο της Ηρώδου Αττικού πως λύθηκαν οι παρεξηγήσεις – στον τσιπρικό ανασχηματισμό ο Φίλης καταλήγει εκτός υπουργικού συμβουλίου.

 

Η τελευταία… εμπειρία

Σε εξίσου δύσκολη θέση διαπραγμάτευσης με την Ιεραρχία έχουν βρεθεί και πρωθυπουργοί της συντηρητικής παράταξης πάντως. Πιο πρόσφατο παράδειγμα, η αρχική στάση της Εκκλησίας στο lockdown λόγω Covid-19. Επειτα από δυο τηλεφωνήματα του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Αρχιεπίσκοπο προκειμένου η Εκκλησία να συμβάλει στην ενημέρωση σχετικά με τον περιορισμό της μετάδοσης του ιού, συνεδρίασε η Ιερά Σύνοδος. Η ανακοίνωση, όμως, που εκδόθηκε υποστήριζε ότι «η κοινωνία από το Κοινό Ποτήριο της Ζωής, ασφαλώς και δεν μπορεί να γίνει αιτία μετάδοσης ασθενειών». Η κρίση αποφεύχθηκε μετά την πρωθυπουργική επιλογή να εστιάσει ο χειρισμός της κατάστασης στα προβλήματα που θα προκαλούσε ο συνωστισμός, όχι το κουταλάκι. Και χάρη σε αυτήν τη μέθοδο οι ναοί έμειναν κλειστοί για τους πιστούς ακόμη και το Πάσχα.

Καμία από τις παραπάνω ιστορίες δεν ξενίζει. Αντίθετα, εκλαμβάνονται όλες σαν ελληνορθόδοξα ειωθότα. Λογικό. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, εξάλλου, είχε μοιραστεί μια χρήσιμη διαπίστωση με έναν υφυπουργό του ήδη από το 1965. «Τα ράσα», του είχε επισημάνει, «είναι σαν το κάρβουνο: αν είναι σβηστό και το πιάσεις λερώνεσαι, αν είναι αναμμένο καίγεσαι». Είναι μια συμβουλή την οποία έκτοτε η πλειονότητα των επαγγελματιών της πολιτικής φαίνεται ότι προσπαθεί να ακολουθεί ευλαβικά.