«Ανοίξτε τα οδοφράγματα»! Οι φωνές στις διαδηλώσεις μετατρέπονται σε κραυγή αγωνίας από τους Τουρκοκύπριους που ζητούν να επιτραπούν οι μετακινήσεις μεταξύ κατεχόμενης και ελεύθερης Κύπρου. Τόσο από αυτούς που ζουν στα Κατεχόμενα και δουλεύουν στην ελεύθερη Κύπρο, όσο και από αυτούς που ζουν στα μεικτά χωριά της «πράσινης γραμμής» και δουλεύουν στα Κατεχόμενα.

Κρατούν στα χέρια μαύρο φέρετρο και διαμηνύουν στους πολιτικούς των Κατεχομένων ότι μια μέρα θα βρεθούν αυτοί στον λάκκο που έσκαψαν για αυτούς. «Εμείς θέλουμε δικαιοσύνη, αλλά δεν την είδαμε. Θέλουμε μια πατρίδα που δεν θα έχει οδοφράγματα», η δήλωση του τουρκοκύπριου κοινοτάρχη της μεικτής Πύλας Βεϊσάλ Γκιουντέν. Και σιωπή από τους αρμόδιους. Ευκαιρία για τους οπαδούς του διχασμού.

Οι Τουρκοκύπριοι εξεγείρονται. Απαιτούν επιστροφή στην κανονικότητα. Ζητούν την επιστροφή στο σήμερα και όχι στο παρελθόν. Για «μέρες διχασμού» που θύμισαν εποχές πριν από το 2003 έγραψαν διεθνή ΜΜΕ, με τις επιπτώσεις να είναι ιδιαίτερα σκληρές για τους Τουρκοκύπριους, που αποκλείστηκαν ξανά για πρώτη φορά μετά από 17 χρόνια.

Τα οδοφράγματα έκλεισαν με επίκληση σε μέτρα προστασίας από την πανδημία. Η αρχική απόφαση λήφθηκε από την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 28 Φεβρουαρίου και αφορούσε τέσσερα σημεία διέλευσης, ενώ ο αποκλεισμός ολοκληρώθηκε με την απόφαση της κατοχικής διοίκησης για κλείσιμο και των δύο οδοφραγμάτων που είχε επιτραπεί να λειτουργούν. Αυτή ανακοινώθηκε από τον κατοχικό «υπουργό Εξωτερικών» Κουντρέτ Οζερσάι. Και μάλιστα σε μία περίοδο που η κατοχική κυβέρνηση, η οποία ταυτίζεται απόλυτα με την Αγκυρα, βρίσκεται σε «πόλεμο» με τον τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί, ο οποίος είχε εξαρχής χαρακτηρίσει «λάθος» τέτοιες ενέργειες.

Kινητοποιήσεις

Οι πρώτες πραγματοποιήθηκαν και στις δύο πλευρές των οδοφραγμάτων με έντονη κριτική στην κυβέρνηση για τους κινδύνους ενός τέτοιου μέτρου στις αρχές Μαρτίου. Κινδύνους διχασμού αλλά και επιβίωσης. Πάγωσαν με το lockdown και άρχισαν ξανά με τη χαλάρωση των μέτρων, καθώς δεν υπήρξαν ανακοινώσεις για τα οδοφράγματα. Το αντίθετο, μάλιστα, με τη σιωπή της κυπριακής κυβέρνησης και τις κραυγές των οπαδών του διχασμού να προκαλούν πανικό.

Η εικόνα της διαιρεμένης Λευκωσίας τις μέρες της πανδημίας είναι σαν ένα εφιαλτικό ταξίδι στον χρόνο. Η πόλη και οι άνθρωποι επιστρέφουν στα αδιέξοδα. Ενα ταξίδι στην περίοδο που ακόμα η βόλτα στον «Μακρύ Δρόμο», την οδό Λήδρας, σταματούσε μπροστά σε ένα φυλάκιο και έναν φαντάρο στη γραμμή αντιπαράταξης. Τότε που τα βήματα σταματούσαν στο Λήδρα Πάλας και ίσως έφτανες κάπως πιο κοντά στις πορείες για λύση του Κυπριακού. Τότε που η εκδρομή στον Αστρομερίτη ήταν για να δεις με κιάλια τη Μόρφου από μακριά. Ισως, αν ήταν καλός ο καιρός, κάποιοι να μπορούσαν να πιστέψουν ότι διέκριναν και το σπίτι τους. Στην κατεχόμενη Λευκωσία τα μαγαζιά έχουν «ησυχάσει». Μια ησυχία ανησυχητική. Και όσο καλοκαιριάζει, αυτό είναι ακόμα πιο έντονο. Λείπει το ανακάτεμα των ανθρώπων. Το μπλέξιμο ελληνικών, τουρκικών, αγγλικών. Η αγκαλιά του φίλου που σε περιμένει στην άλλη πλευρά. Οι ουρές αυτοκινήτων στα σημεία διέλευσης για βενζίνη τις ώρες επιστροφής από τη δουλειά ή ακόμα και για ψώνια (έστω και παράνομα) είναι παρελθόν. Παρελθόν και η πρωινή κίνηση όταν οι εργαζόμενοι περνούσαν για να πάνε στη δουλειά.

Διχοτόμηση

Το κλείσιμο των οδοφραγμάτων ενίσχυσε τις συνέπειες της πανδημίας, καθώς συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάρρευση της οικονομίας του ψευδοκράτους, με τους Τουρκοκύπριους να περιγράφουν την κατάσταση ως τραγική. Γιατί ο ιός ίσως να έχει ελεγχθεί, ωστόσο τα όσα έφερε μαζί του καθιστούν ασφυκτικές τις συνθήκες διαβίωσης στην κατεχόμενη Κύπρο και η γραμμή της διχοτόμησης μοιάζει με «θηλιά στον λαιμό». Ο τουρισμός πάγωσε, οι διελεύσεις και ως εκ τούτου οι αγορές των Ελληνοκυπρίων στα Κατεχόμενα τερματίστηκαν, ενώ χιλιάδες Τουρκοκύπριοι που δούλευαν στις ελεύθερες περιοχές έχουν αποκλειστεί από την πρόσβαση στις εργασίες τους.

Ο αριθμός επισήμως υπολογίζεται στους 1.500-2.000 εργαζομένους, ανεπισήμως ωστόσο οι πληροφορίες κάνουν λόγο για 4.000 ανθρώπους. Πρόβλημα και για τους Τουρκοκύπριους που ζουν σε μεικτά χωριά, όπως η Πύλα, στην ελεύθερη Κύπρο και δούλευαν στα Κατεχόμενα, οι οποίοι επίσης δεν επιτρέπεται να περάσουν. Τα κλειστά οδοφράγματα δημιουργούν προβλήματα και στους τουρκοκύπριους μαθητές που είχαν επιλέξει να φοιτούν σε σχολεία στις ελεύθερες περιοχές και δεν θα μπορέσουν να επιστρέψουν στα θρανία. Η απαγόρευση απειλεί εκτός από την οικονομική επιβίωση και τη μάθηση και την ίδια την υγεία. Ασθενείς από τα Κατεχόμενα που έκαναν θεραπεία στις ελεύθερες περιοχές επίσης είναι σε αδιέξοδο, χωρίς να μπορούν καν να πάρουν τα φάρμακά τους. Στους Τουρκοκύπριους υπάρχει ήδη μία αίσθηση ρεβανσισμού της Τουρκίας απέναντί τους, καθώς θεωρούν ότι τους εγκατέλειψε αβοήθητους στην πανδημία, επικρίνοντας μάλιστα τον Ακιντζί γιατί ζήτησε βοήθεια από την ελεύθερη Κύπρο και τώρα αυτό το αίσθημα ενισχύεται, όσο ο αποκλεισμός συνεχίζεται και απειλεί να παγιωθεί.

Ο φόβος του ιού και η τρομοκρατία του θανάτου σιγά σιγά δίνουν τη θέση τους στον φόβο ενός νέου γύρου εγκλωβισμού και αποξένωσης ως αποτέλεσμα της κατοχής. Το Κυπριακό δεν λύθηκε το 2003 με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, όμως δόθηκε η ευκαιρία για πολλές αλλαγές. Μια ευκαιρία που μοιάζει να θυσιάζεται με πρόσχημα την πανδημία για να υπηρετήσει τη διχοτόμηση και να πνίξει τις φωνές που καλούν σε λύση, δείχνοντας το αποκρουστικό πρόσωπο της διαίρεσης. Αλήθεια, πόσο έτοιμοι είστε να γυρίσουμε σε αυτό το απειλητικό «ΑΛΤ – STOP – DUR» που στοίχειωνε τις ζωές μας για δεκαετίες;