Προφυλακιστέος κρίθηκε ο γιος του Λευτέρη Καλομοίρη, ο 29χρονος που επέζησε από το διπλό φονικό στα Ανώγεια της Κρήτης.

Ο γιος του 63χρονου κτηνοτρόφου, Λευτέρη Καλομοίρη, του ενός εκ των δύο θυμάτων, παρουσιάστηκε στον ανακριτή και τον εισαγγελέα και απολογήθηκε για όσα συνέβησαν εκείνη την ημέρα στα Ανώγεια.

Ο κατηγορούμενος περιέγραψε τη δική του εκδοχή για όσα διαδραματίστηκαν και παραδέχθηκε στην έγγραφη απολογία του, ότι θόλωσε όταν είδε τον πατέρα του σκοτωμένο.

Ο 29χρονος, που κατηγορείται για τη δολοφονία του 30χρονου κτηνοτρόφου, μεταφέρθηκε στις φυλακές Χανίων, όπου θα παραμείνει έως ότου οδηγηθεί στο δικαστήριο.

Μεταξύ άλλων, ο Καλομοίρης αναφέρεται στο θέμα του όπλου που παραδόθηκε από την πλευρά της οικογένειας του Γ.Ξ, το οποίο η υπεράσπισή του αμφισβήτησε ότι χρησιμοποιήθηκε εκείνο το βράδυ.

Ο 29χρονος ξεκινά την απολογία του από τη στιγμή, που, όπως λέει, εμφανίστηκε μπροστά του ο 30χρονος αναζητώντας τον πατέρα του και χρησιμοποιώντας διάφορους χαρακτηρισμούς: «Όταν του ζήτησα εξηγήσεις γιατί τον ψάχνει άρχισε να βρίζει με τις φράσεις «είναι ρουφιάνος και είστε γκεσταπίτες όλοι σας» αλλά «έλουζε» και με άλλους ακατανόητους χαρακτηρισμούς τον πατέρα μου».

Αναφέρεται στη χειροδικία μεταξύ των δύο και επισημαίνει ότι το συγκεκριμένο επεισόδιο προκλήθηκε από τον Γ.Ξ, αλλά έληξε πολύ γρήγορα.

Στη συνέχεια περιγράφει το πώς κατέβηκε από το σπίτι όταν άκουσε τις φωνές της μητέρας του και πως θόλωσε το μυαλό του και πυροβόλησε όταν αντίκρισε πεσμένο στο οδόστρωμα τον πατέρα του:  «Βλέποντας ότι ο πατέρας μου ήταν σωριασμένος στο οδόστρωμα και πυροβολημένος στο στήθος, από το όπλο του 30χρονου που κρατούσε ακόμη στα χέρια του, θόλωσε το μυαλό μου από το τραγικό και συνάμα εφιαλτικό σκηνικό που δε μπορώ να ξεχάσω, ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου, τυφλώθηκα και δεν έβλεπα τίποτα πια μπροστά μου, με ανείπωτο πόνο ψυχής και κυριευμένος από συναισθήματα βαθιάς θλίψης και οργής, το μόνο που μπορώ να θυμηθώ ήταν η ενστικτώδης αντίδρασή μου να στρέψω το όπλο που κρατούσα προς το μέρος του Γ.Ξ και ο οποίος βρισκόταν πια ακριβώς δίπλα μου και να τον πυροβολήσω, σχεδόν από μηδενική απόσταση, χωρίς να θυμάμαι πόσες φορές πυροβόλησε το όπλο μου».

«Δεν θα ξεπεράσω ποτέ αυτή την εικόνα»

Αναφερόμενος στα συναισθήματα που τον οδήγησαν στην πράξη του επισημαίνει: «Αυτό που ακόμα και σήμερα αισθάνομαι και δεν πρόκειται ποτέ μου να ξεπεράσω, όσα χρόνια και να περάσουν και μέχρι να πεθάνω, είναι ο σκληρός και ανείπωτος πόνος που ένιωσα και τα βαθιά συναισθήματα θλίψης και οργής που με κυρίευσαν τη στιγμή που αντίκρισα την εικόνα του πυροβολημένου και ξαπλωμένου στο οδόστρωμα πατέρα μου, από τα χέρια του στεκόμενου δίπλα από αυτόν, με το όπλο στο χέρι, Γ.Ξ, αλλά και την φτωχιά και άμοιρη μητέρα μου που ούρλιαζε συνεχώς από δίπλα και έβριζε και καταριόταν τον 30χρονο. Θέλω να πιστέψετε ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες δε νομίζω πως υπάρχουν άνθρωποι που το μυαλό τους να μη θολώσει, το αίμα να μην ανέβει στο κεφάλι τους και τυφλωμένα να μην αντιδράσουν ενστικτωδώς, όπως δηλαδή αντέδρασα εγώ».

Τι είπε για το όπλο που παραδόθηκε από την πλευρά 30χρονου

Στην απολογία του 29χρονου γίνεται εκτενής αναφορά στο θέμα του όπλου που παραδόθηκε από την οικογένεια του θύματος και αμφισβητείται ότι είναι αυτό που χρησιμοποιήθηκε από την πλευρά του κτηνοτρόφου το μοιραίο βράδυ.

Μεταξύ άλλων, επισημαίνεται: «Αν λοιπόν το όπλο που με σοβαρή χρονική καθυστέρηση παρέδωσε στην Υ/Α Ρεθύμνης η οικογένεια του θανόντος Γ.Ξ, είναι το όπλο που πράγματι κρατούσε ο θανών και πυροβόλησε κατά του επίσης θανόντος από αυτόν πατρός μου, κατά τον κρίσιμο χρόνο και τόπο, επιφέροντας σε αυτόν διαμπερή πλήξη στο σώμα του, τότε θα πρέπει να αναμένουμε από τις εργαστηριακές εκθέσεις της ΔΕΕ της ΕΛ.ΑΣ πλήρη ταυτοποίηση τόσο του ανευρεθέντος και ακόμα «ορφανού» κάλυκος διαμετρήματος 9Χ19, όσο και της μίας εκ των τεσσάρων βολίδων που περισυνέλεγησαν από τον τόπο του συμβάντος από την αστυνομική προανάκριση.

Σύμφωνα με πληροφορίες, κατά τη διάρκεια της απολογίας του ο 29χρονος φέρεται να «άνοιξε την ψυχή του» και «λύγισε» όταν είπε ενώπιον της ανακρίτριας και της Εισαγγελέως, πως «έχασε τον άγγελό του», εννοώντας τον πατέρα του.

Εξερχόμενος των δικαστηρίων φορούσε, όπως και κατά την πρώτη μεταφορά του εκεί την Δευτέρα, αλεξίσφαιρο γιλέκο για προστασία, αλλά και μάσκα ως πρόσφατο μέτρο για τον κοροναϊό ενώ έξω με σκυμμένα πρόσωπα βρίσκονταν οι συγγενείς του, που μόλις τον αντίκρισαν, φώναξαν «σε αγαπάμε».

Παράλληλα, στην θέα του παιδιού της η μητέρα του κατευθύνθηκε προς το αστυνομικό τζίπ ανοίγοντας την αγκαλιά της και δίνοντας του την ευχή της και την ευχή του πατέρα του.