Τα διάσημα έργα «Υπόθεση Λάραμι» και «Υπόθεση Λάραμι: 10 χρόνια μετά» του Μοϊσές Κάουφμαν και των μελών του Tectonic Theatre Project ανεβαίνουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε μία ενιαία παράσταση, σε σκηνοθεσία Άρη Λάσκου. Υπό τον κοινό τίτλο «Υπόθεση Λάραμι», η αληθινή ιστορία της δολοφονίας του Μάθιου Σέπαρντ το 1998, ενός ανοιχτά γκέι φοιτητή στο Πανεπιστήμιο του Γουαϊόμινγκ, λόγω της σεξουαλικής του ταυτότητας, παρουσιάζεται κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στο θέατρο Σφενδόνη.

Στις 7 Οκτωβρίου 1998, ένας ποδηλάτης ανακαλύπτει τυχαία έναν βαριά χτυπημένο νεαρό άνδρα, δεμένο σ’ έναν φράχτη κάποια χιλιόμετρα έξω απ’ την πόλη Λάραμι του Γουαϊόμινγκ.

Είναι ο Μάθιου Σέπαρντ, ομοφυλόφιλος φοιτητής, που το προηγούμενο βράδυ είχε χτυπηθεί και βασανιστεί βίαια από δύο άντρες. Ένα πρωτοφανές κύμα δημοσιότητας καλύπτει την υπόθεση. Άνθρωποι όλων των ηλικιών και κοινωνικών στρωμάτων, πολιτικοί, διασημότητες της εποχής χωρίζονται σε στρατόπεδα, σπεύδοντας να μοιραστούν την άποψή τους για το τι συνέβη εκείνη τη νύχτα. Η επίθεση στον Σέπαρντ είναι ξεκαθάρισμα λογαριασμών ή ρατσιστικό έγκλημα; Ολονυχτίες, τηλεοπτικές διαμάχες, πορείες, συγκεντρώσεις. Τέσσερις ημέρες μετά την επίθεση, ο νεαρός υποκύπτει στα τραύματά του. Η εγχώρια και διεθνής προσοχή στρέφεται στη νομοθεσία για τα εγκλήματα μίσους. Τον Απρίλιο και τον Νοέμβριο 1999 αντίστοιχα, οι δύο δολοφόνοι του Μάθιου Σέπαρντ καταδικάζονται σε ισόβια κάθειρξη. Αρνούνται ότι τον δολοφόνησαν, επειδή ήταν ομοφυλόφιλος.

Τέσσερις εβδομάδες μετά τον θάνατο του Μάθιου Σέπαρντ, ο σημαντικός συγγραφέας και σκηνοθέτης του θεάτρου ντοκουμέντο Μοϊσές Κάουφμαν και μέλη του Tectonic Theatre Project ταξιδεύουν απ’ τη Νέα Υόρκη στο Λάραμι και διεξάγουν περισσότερες από 200 συνεντεύξεις σε κατοίκους της πόλης. Το υλικό της απομαγνητοφώνησης, αποσπάσματα από δημοσιεύματα της εποχής, καθώς και τα πρακτικά από τις δίκες που ακολουθούν, συνθέτουν το υλικό μιας παράστασης θεάτρου ντοκουμέντο (2000), που αποκτά τεράστια δημοτικότητα, με πολυάριθμα ανεβάσματα σε όλη την Αμερική.

Δέκα χρόνια μετά τη δολοφονία του Σέπαρντ, το 2008, ύστερα από δύο αλλαγές κυβερνήσεων, κι ενώ η μνήμη της υπόθεσης αλλοιώνεται από εσκεμμένα διαφορετικές αφηγήσεις, η θεατρική ομάδα επισκέπτεται εκ νέου το Λάραμι και διεξάγει νέες συνεντεύξεις με τους αρχικούς συνομιλητές της, αλλά και με όσους θέλουν να μιλήσουν για πρώτη φορά. Ανάμεσά τους κι ένας από τους δολοφόνους του Σέπαρντ, μέσα απ’ τη φυλακή. Καρπός της δεύτερης έρευνας πάνω στην υπόθεση που σημάδεψε την αμερικανική κοινωνία, είναι η παράσταση «Υπόθεση Λάραμι: 10 χρόνια μετά» που παρουσιάστηκε ταυτόχρονα σε 100 θέατρα της Αμερικής.

Η «Υπόθεση Λάραμι» ανασυστήνεται στο θέατρο Σφενδόνη ως μια πολυφωνική παρτιτούρα, μια αλληλουχία μαρτυριών μιας κοπιώδους έρευνας πεδίου και αρχείου, ένα tour de force εναλλαγής χαρακτήρων, συνεντευξιαζόμενων, δικαστών, δημοσιογράφων, πολιτών, αυτοπτών μαρτύρων, συγγενών και φίλων που μιλούν-άθελά τους- για το “όνομα” αντί για το πρόσωπο, για το περιστατικό αντί για τον άνθρωπο. Είναι μια παράσταση για τη διαφορετικότητα, τη μισαλλοδοξία, την ανεκτικότητα και την αναγκαιότητα του διαλόγου. Μα πάνω απ’ όλα, είναι ένα έργο για έναν άνθρωπο που δεν είναι πια εδώ.

Παίζουν οι Ελένη Ζαχοπούλου, Νικόλας Παπαδομιχελάκης, Αλέξανδρος Σιάτρας, Ελεάνα Στραβοδήμου, Θάνος Τσακαλίδης, Ειρήνη Φαναριώτη.

Ο σκηνοθέτης Άρης Λάσκος μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, την υπόθεση Λαράμι και τους μηχανισμούς της αλήθειας.

Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;

Νομίζω πως οι επιλογές ενός καλλιτέχνη έχουν πρώτα από όλα να κάνουν με τον ίδιο, το πώς μεγάλωσε, τι βιώματα έχει. Από μικρό παιδί θυμάμαι μια ευχή από τον αγαπημένο μου παππού: «να μην αδικήσεις ποτέ κανέναν. Καλύτερα να σε αδικήσουν, παρά να αδικήσεις εσύ». Ήταν η επωδός του. Νομίζω αυτό λειτουργούσε υποσυνείδητα καθώς μεγάλωνα, είχα πάντα μια βαθιά αίσθηση δικαίου και αδίκου. Υπερασπιζόμουν στο σχολείο τους συμμαθητές μου που βάλλονταν, ήμουν εκπρόσωπος της τάξης μου, ήμουν μέλος στο Δεκαπενταμελές. Κάπως έτσι μάλλον πέρασα και στη Νομική και ενώ δεν άσκησα ποτέ το επάγγελμα (με κέρδισε το θέατρο), η νομική σκέψη και η φιλοσοφία δικαίου ενσταλάχθηκαν μέσα μου.

Φτάνοντας στα 33 λοιπόν, όντας ένας πολιτικοποιημένος άνθρωπος, που πιστεύει ότι το θέατρο πρέπει να είναι μια πολιτική δήλωση, ζώντας αυτήν την πασίδηλη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας (όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκόσμια) και βλέποντας το άσπρο να γίνεται μαύρο, το όχι ναι, χωρίς να τρέχει και τίποτα, πιέστηκα και θύμωσα. Ήθελα να φωνάξω.

Και διόλου τυχαία, βρέθηκε η ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΑΡΑΜΙ μπροστά μου. Με συντάραξε βαθιά. Και είπα, αυτό το έργο, πρέπει να ανέβει τώρα, στην Ελλάδα. Και μέσα στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι και την πραγμάτωσή της, δυστυχώς η αίσθηση αυτή επιβεβαιώθηκε και έγινε πιο επιτακτική.

Τι ιδιαιτερότητες έχει το θέατρο ντοκουμέντο στο οποίο τώρα στρέφεστε;

Το είδος αυτό ακολουθεί τη γενικότερη τάση για επιστροφή στην «μαρτυρία», στην προφορική κατάθεση. Είναι κάτι που γίνεται και στην επιστήμη της Ιστορίας και στην Λογοτεχνία και στη μυθοπλασία. Ας μην ξεχνάμε το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2015 στην Σβετλάνα Αλεξίεβιτς για τη συλλογή μαρτυριών για το Τσερνόμπιλ, που πέρυσι διασκευάστηκε στην πασίγνωστη τηλεοπτική σειρά. Το όποιου είδους «ντοκουμέντο» έρχεται λοιπόν σε μια εποχή ταραγμένη και διασπασμένη, παγκοσμιοποιημένη και σε διαρκή οικονομική κρίση, να δώσει φωνή στον άνθρωπο δίπλα σου. Να δώσει εκ νέου ανθρώπινη διάσταση σε ό,τι φαντάζει ανοίκειο ή θηριώδες.

Το θέατρο – ντοκουμέντο τώρα, έρχεται με μια εκ φύσεως «ευγένεια» να χρησιμοποιήσει τη θεατρική σκηνή ως φόρουμ, ως ένα πεδίο, όπου θα ακουστούν πολλές φωνές. Κάτι που απηχεί την καταγωγή του σύγχρονου θεάτρου από την τραγωδία: και τότε, επί σκηνής, φύλακες, δούλοι, παιδαγωγοί, βασιλείς, μάντεις και θεοί συνδιαλέγονταν για ένα μεγάλο θέμα. Η ιδιαιτερότητα έγκειται στην οργάνωση αυτών των μαρτυριών, στο μοντάζ τους. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να δημιουργηθεί ένα πληροφοριακό, στεγνό έργο, στα όρια της διδασκαλίας. Παράλληλα, επειδή κάθε έργο Τέχνης εμπεριέχει τη θέση του δημιουργού του (επουδενί δεν μιλάμε για απλή καταγραφή απόψεων, αλλά για συστηματική οργάνωσή τους, έτσι ώστε να υπάρχει επιχείρημα), οφείλεις να είσαι πολύ προσεκτικός στον τρόπο που θα μεταχειριστείς αυτό το υλικό, χωρίς να εκθέσεις αυτόν που σου το παρείχε, ή να το «καπελώσεις» με την άποψή σου. Χρειάζεται πολλή μεθοδικότητα, υπομονή και ψυχραιμία προκειμένου να το επιτύχεις αυτό. Και γι’ αυτό ίσως με ενδιαφέρει τόσο. Γιατί η διαδικασία κατασκευής αυτού του είδους, εμπεριέχει ό,τι λείπει από τις ζωές μας: νηφαλιότητα, μεθοδικότητα και θέση στα πράγματα.

Η υπόθεση Λάραμι γιατί μας είναι τόσο οικεία αν κι έγινε τόσο μακριά και πριν δύο δεκαετίες;

Γιατί οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι. Ανεξαρτήτως φύλου, καταγωγής, χρόνου. Τα ίδια ζητήματα θα μας απασχολούν. Τα ίδια ένστικτα θα μας οδηγούν. Δείτε τα θέματα στην τραγωδία, θυμηθείτε τις Βάκχες ή τη Μήδεια. Πώς μια κοινωνία κατασπαράσσει και στις δύο περιπτώσεις το «ανοίκειο», το «βάρβαρο» στοιχείο. Και δείτε τι έγινε πέρυσι στην Ομόνοια στην περίπτωση του Ζακ Κωστόπουλου ή χρόνια πριν με την περίπτωση του μικρού Άλεξ στη Βέροια. Ή και λίγες μέρες πριν με τον περιβόητο ιατροδικαστή που εξέθεσε τηλεοπτικά μια ολόκληρη οικογένεια άλλης καταγωγής… Δυστυχώς όσο η εκπαίδευσή μας είναι ελλιπής (όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και στην κοινωνία), τόσο ο φόβος προς καθετί διαφορετικό θα συντηρείται. Θέλει πολύ μεγάλη ενέργεια και θέληση, ώστε να μην παραδοθείς στη ζωώδη καταγωγή σου. Πάντα ο άνθρωπος θα φοβάται το «ξένο», το «άλλο», το «διαφορετικό», όχι μόνο γιατί τον ξενίζει, αλλά κυρίως γιατί φοβάται να το αποδεχτεί ως δυνατότητα ή και πιθανότητα του εαυτού του. Πόσες φορές άραγε εμείς οι λευκοί έχουμε αναλογιστεί πώς θα ζούσαμε αν ήμαστε έγχρωμοι; Και καμιά φορά αυτή η σκέψη είναι ιδιαίτερα τρομακτική, κυρίως γιατί υπενθυμίζει στον άνθρωπο πόσο τυχαία είναι η ύπαρξή του: το πού θα γεννηθεί, σε ποια οικονομική συνθήκη, τι του επιφυλάσσει η ζωή στο μέλλον.

Στο επίκεντρο της παράστασης βάζετε τη μνήμη. Πώς παίζετε μαζί της;

Μπλέκοντας τα δύο έργα που γράφτηκαν για την υπόθεση αυτή με διαφορά δέκα ετών μεταξύ τους. Η παράστασή μας ξεκινάει δέκα χρόνια μετά, στην επέτειο της δολοφονίας του Σέπαρντ. Πολύ γρήγορα όμως, οι ηθοποιοί θα διαπιστώσουν ότι «δεν ξέρουν πώς να αφηγηθούν αυτήν την ιστορία των δέκα αυτών χρόνων». Και έτσι θα πάνε πιο πίσω, τη χρονιά που συνέβη το έγκλημα. Αφού στοιχειοθετήσουν την υπόθεση με χειρουργική ακρίβεια, θα ερευνήσουν το τι τελικά θυμούνται οι κάτοικοι της πόλης δέκα χρόνια μετά, για να αναγκαστούν να πάνε και πάλι πίσω και να ψάξουν πιο βαθιά αυτήν την υπόθεση. Είναι δηλαδή σαν να παρακολουθούμε συνεχή φλας μπακ, κάθε φορά που προκύπτει η ανάγκη αποκατάστασης της αλήθειας.

Ποια άλλα θέματα θίγει το έργο σας;

Καταρχάς τη βία, όχι μόνο την σωματική – εξ αντικειμένου λόγω της βάναυσης δολοφονίας – αλλά και τη λεκτική, ή όποια άλλη μορφή της. Το πώς δηλαδή κάθε κοινωνική ομάδα συμμετέχοντας στην κοινωνική διαδικασία μπορεί να ασκήσει βία, ακόμα και με την επιλογή των λέξεων που χρησιμοποιεί. Ας αναλογιστούμε τη διαφορά της λέξης «ομοφυλόφιλος» από τον «πούστη», την «αδερφάρα» ή την «κραγμένη» και τι αντίδραση προκαλεί η επιλογή αυτή. Ή ακόμα τις λιγότερο κραυγαλέες – και για μένα πιο επικίνδυνες – περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα της υπεράσπισης των «νοικοκυραίων» ή της παραίνεσης του να «μην προκαλείς».

Ένα άλλο βασικό ζήτημα είναι ο ορισμός του δικαίου. Τι είναι δίκαιο. Και πώς σχηματίζεται ένας κανόνας δικαίου, ένας νόμος. Πόσος διάλογος χρειάζεται στην κοινωνία για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, για να συμφωνήσουν μεταξύ τους οι εκάστοτε ομάδες. Στην παράσταση παρακολουθούμε σε δεύτερο επίπεδο το πώς σχηματίστηκε η έννοια του εγκλήματος μίσους και πώς αυτό ψηφίστηκε μετά δέκα χρόνια ως ομοσπονδιακός νόμος της Αμερικής από τον Ομπάμα, φέροντας μάλιστα τιμητικά το όνομα του Μάθιου Σέπαρντ. Και είναι εντυπωσιακό να αναλογιστεί αυτήν την εξέλιξη κανείς, αν σκεφτεί ότι το 1998, ο τότε Κυβερνήτης του Γουαϊόμινγκ είχε δημόσια πει πως «δεν μπορούν να υπάρχουν ξεχωριστά δικαιώματα για ξεχωριστές ομάδες ανθρώπων», ή ότι μόλις πέρυσι δεν πέρασαν σε εμάς οι ανάλογες συνταγματικές τροποποιήσεις, με το επιχείρημα ότι, επειδή υπάρχουν νόμοι που προστατεύουν, δεν χρειάζεται να μπουν και στο Σύνταγμα.

Τι προκλήσεις αντιμετωπίζετε στο στήσιμο της παράστασης;

Όπως είπαμε και στις ιδιαιτερότητες του θεάτρου ντοκουμέντου, αφενός τον κίνδυνο να γίνουμε «παρουσιαστές ειδήσεων», «στεγνοί» μεταφορείς πληροφοριών. Αφετέρου, ακριβώς επειδή η ιστορία αυτή είναι τόσο οικεία, σε τόσα πολλά επίπεδα, υπήρχε ο κίνδυνος, που κατά μία μεριά είναι και ζητούμενο, να γίνουμε δυσάρεστοι και ενοχλητικοί. Εδώ ενεργοποιήθηκε η εξής διαδικασία: κάπου, κάποτε είχα διαβάσει πως το 493 π.Χ. ο Φρύνιχος (καμιά φορά σκέφτομαι πως η οδός Μακρή που στεγάζεται το Θέατρο Σφενδόνη, είναι συνέχεια της Φρυνίχου στην Πλάκα!) ανέβασε το έργο «Μιλήτου Άλωσις» λίγο μετά την καταστροφή της Μιλήτου. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι Αθηναίοι ξέσπασαν σε κλάματα, τον τιμώρησαν με 1000 δραχμές πρόστιμο και απαγόρευσαν τη μελλοντική χρήση του έργου, επειδή ο ποιητής τους θύμισε «οικεία κακά». Έκτοτε «απαγορεύτηκε» η χρήση πρόσφατων ιστορικών στοιχείων στην τραγωδία.

Κάπως έτσι κι εγώ, εμπνευσμένος από αυτό, θέλησα να μην τονίσω τις όποιες ομοιότητες, αλλά να επιμείνω στην παραβολική χρήση του έργου ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΑΡΑΜΙ. Έτσι, το σκηνικό είναι συμβολικό και πολυχρηστικό, τα ρούχα έχουν μια μικρή αναφορά στην εποχή των 90’s, αλλά συνειδητά δεν παραπέμπουν ευθέως, η μουσική είναι εμπνευσμένη από πολυφωνικούς Δυτικούς εκκλησιαστικούς ύμνους, ενώ ίδιας ποιότητας δουλειά έχει γίνει και με τους ηθοποιούς. Το έργο αυτό μιλάει από μόνο του και χρειάζεται μεγάλη ευγένεια στο πώς το αφηγούμαστε, χωρίς να «φτύνουμε» το κοινό ή να κουνάμε το δάχτυλο. Άλλωστε όπως σας είπα και πιο πάνω, πιστεύω βαθιά πως όλοι είμαστε πιθανές εκδοχές των χαρακτήρων του έργου.

Τέλος, λόγω της κατακλυσμιαίας εισβολής της εικονογράφησης της βίας στις μέρες μας (βιντεάκια δολοφονιών προβάλλονται στα μεσημεριανά δελτία, τρομοκρατικές επιθέσεις σε live αναμετάδοση, κ.ά.) συνειδητά δεν αναπαριστούμε καμία βίαιη σκηνή, αλλά εμπιστευόμαστε τη δύναμη του λόγου, ως άλλοι αγγελιαφόροι τραγωδίας.

Τελικά αυτοί οι μηχανισμοί κατασκευής αλήθειας που αναζητείτε, πού υπάρχουν;

Μα η αλήθεια είναι εξ ορισμού μια κατασκευή. Ό,τι ορίζουμε ως αληθινό, δεν είναι απαραίτητα και πραγματικό. Στη Φυσική οι επιστήμονες υποστηρίζουν πως αυτό που βλέπουμε δεν υπάρχει, αλλά είναι ενέργεια. Απλά εμείς έχουμε συμφωνήσει πως αυτό που αντιλαμβανόμαστε πχ ως βουνό ή ποτάμι, ΕΙΝΑΙ και βουνό ή ποτάμι. Ο πιο βασικός μηχανισμός μάλλον λοιπόν είναι η γλώσσα. Ό,τι θεωρούμε ως αληθινό εξαρτάται απόλυτα από τη γλώσσα που μάθαμε να μιλάμε. Σκεφτείτε για παράδειγμα τις λέξεις που κάθε γλώσσα χρησιμοποιεί για να ορίσει τα χρώματα: πχ στα ελληνικά λέμε πορτοκαλί, κόκκινο, μπλε, πράσινο, ενώ στη γλώσσα Bassa (στη Λιβερία) υπάρχουν μόνο δύο λέξεις: η μία περιλαμβάνει το μπλε, το πράσινο και το μωβ και η άλλη το κόκκινο, το πορτοκαλί και το κίτρινο. Ψυχρά και θερμά χρώματα δηλαδή μόνο. Ποιος έχει δίκιο; Εμείς ή εκείνοι; Πόσα είναι τα χρώματα; Σκέφτομαι λοιπόν πως κανείς από τους δύο. Γιατί αληθινό είναι αυτό που συμφωνούμε οι άνθρωποι μεταξύ μας. Σε μια δεδομένη στιγμή. Για μια ορισμένη χρονική διάρκεια. Πάνω λοιπόν στις λέξεις χτίζεται η αλήθεια. Και στο πώς τις μεταχειρίζεται ο καθένας μας, ο κάθε πολίτης, έπειτα τα ΜΜΕ, οι πολιτικοί, ο οποιοσδήποτε θεσμός.

Για να δώσω ένα παράδειγμα: Ας σκεφτούμε την πρώτη είδηση που βγήκε για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου «Ο επίδοξος ληστής εγκλωβίστηκε μέσα στο κοσμηματοπωλείο και προσπάθησε να διαφύγει μέσα από την βιτρίνα» ή πόσες φορές συμπεριλήφθηκε η λέξη οροθετικός, ναρκομανής, drag queen στην περιγραφή αυτή, σε σχέση με το αν ανταποκρίνονται στο τι πραγματικά έγινε εκείνη την ημέρα ή αν είχαν τελικά όλες αυτές οι λέξεις κάποια σημασία στο τι συνέβη στον άνθρωπο αυτόν.