«Θέλω να κάνω τον κόσμο να γελάει, να διασκεδάζει, να περνάει ωραία μαζί μου». Αυτή η φράση του Κώστα Βουτσά συνοψίζει όχι μόνο τη συμβολή του στον ελληνικό κινηματογράφο και το θέατρο, αλλά και τη στάση ζωής του.

Ένας αιώνιος έφηβος, ένα μικρό παιδί που ήθελε να το αγαπούν, που τα πήγαινε με όλους καλά, που ήθελε να κάνει παρέα με νέους. Και αυτό όχι για να «κλέβει» από τη φρεσκάδα τους, αλλά γιατί ένιωθε μόνο με ανθρώπους πολύ μικρότερους από αυτόν μπορούσε να συνυπάρχει. Ήθελε να βγαίνει έξω μετά τις παραστάσεις, ήταν ο πρώτος που έλεγε ναι σε μια εκδρομή, σε ένα μπαρ, σε μια τρέλα.

Αν και 88 ετών δεν σταμάτησε ποτέ να παίζει στο θέατρο, δεν έκατσε ποτέ στο σπίτι να απολαύσει τη δόξα και την επιτυχία του. Η δουλειά του τον αναζωογονούσε. «Κούρασε καλέ είναι το θέατρο;» αναρωτιόταν. «Εγώ κουράζομαι μόνο όταν κάθομαι» έλεγε και το έκανε πράξη.

Στο θεατρικό σανίδι μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι εκείνη την μοιραία 7η Φεβρουαρίου που μπήκε στο νοσοκομείο με λοίμωξη αναπνευστικού. Και ήταν η μόνη μάχη που δεν κατάφερε να κερδίσει. Η μόνη περίπτωση που ο «καταφερτζής» του ελληνικού σινεμά δεν κατάφερε να βρει λύση την τελευταία στιγμή.

Δίπλα του μέχρι τέλους η τελευταία του σύζυγος Αλίκη Κατσαβού, αγαπημένοι του φίλοι, πρώην έρωτες, τα παιδιά του αλλά και όλος ο ελληνικό λαός.

Γιατί ο Κώστας Βουτσάς ήταν το αγαπημένο παιδί όλων. Χωρίς να είναι ο γοητευτικό ζεν πρεμιέρ, ενσάρκωνε τέλεια τον συμπαθητικό νέο της διπλανής πόρτας. Τον χαμογελαστό γείτονα, γιο, σύντροφο φίλο που είναι δίπλα σε όλους και κάνει πάντα το καλύτερο που μπορεί.

Και αυτό το καλύτερο που μπορούσε τον έφερνε πάντα στη πρώτη γραμμή. Ακόμα και όταν έπαιζε σε δεύτερους ρόλους, όπως στην χαρτοπαίχτρα με την μεγάλη Ρένα Βλαχοπούλου και τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, ο Βουτσάς, ο Λάκης Οικονομίδης, κερδίζει τις εντυπώσεις και πρωταγωνιστεί αν και όχι στο σενάριο στους φανατικούς θαυμαστές του.

Οι κωμωδίες ήταν αυτές που τον χαρακτήρισαν και ακόμα στις δραματικές ταινίες όπως «Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά» κατάφερνε να βγάζει γέλιο και σπουδαίες ατάκες. Ωστόσο ο Βουτσάς έκρυβε μια μελαγχολία, αυτή που έχουν οι μεγάλοι κωμικοί ηθοποιοί, αυτή που κρατούν μόνο για τους δικούς ανθρώπους ή για τον εαυτό τους.

Αυτοσχεδιασμοί στη σκηνή και στο πλατό

Ιστορικές έχουν μείνει οι ατάκες που ο Βουτσάς έλεγε με την χαρακτηριστική του φωνή σε ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Όπως έχουν αποκαλύψει σκηνοθέτες και σεναριογράφοι που συνεργάστηκαν για χρόνια μαζί του ο Βουτσάς άλλαζε πολύ συχνά το σενάριο, αυτοσχεδίαζε πάνω στο κείμενο που του έδιναν, το έκανε δικό του.

Έτσι πολλές από τις χαρακτηριστικές φράσεις των ταινιών ήταν είτε τελείως δικές του ή φρόντισε να τις τονίζει με τέτοιο τρόπο ώστε να μένουν αθάνατες.

«Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;» δια στόματος Ανδρέα Ράμογλου άφησε εποχή και ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται από παιδιά που όχι μόνο δεν ζούσαν όταν παίχτηκε για πρώτη φορά η ταινία αλλά μπορεί να μην την έχουν δει καν ολόκληρη.

«Κατίνα σαλαμάκι», «Πάρτα, φέρτα» και τόσες άλλες στιγμές άφθονου γέλιου θα μας συντροφεύουν πάντα, ακόμα και μετά το χαμό του.

Η χρυσή πορεία και το «διαζύγιο» με τη Φίνος Φιλμ

Το πολυτιμότερο κεφάλαιο στην πορεία του Κώστα Βουτσά ήταν τα χρυσά χρόνια τα οποία συνεργάστηκε με την Φίνος Φιλμ. Από τα αγαπημένα παιδιά του Φίνου ο ηθοποιός γύρισε εκεί 30 από τις συνολικά 70 ταινίες του, τις περισσότερες που έκανε σε πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Παρά την πτώση του κινηματογράφου, από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και μετά, συνεχίζει μέχρι σήμερα τις κινηματογραφικές εμφανίσεις του, παράλληλα με τις θεατρικές και τηλεοπτικές του συμμετοχές.

Ο ίδιος ο Βουτσάς είχε αποκαλύψει τον λόγο που αποχώρησε από τον εταιρεία και αυτός δεν άλλος από τον τρόπο που ο Φίνος συμπεριφερόταν στον Κώστα Χατζηχρήστο.

«Ήμουν στο γραφείο του Φίνου και μιλάγαμε για δουλειές, οπότε τον παίρνει ο θυρωρός και του λέει “είναι ο Χατζηχρήστος”, “δεν είμαι εδώ” λέει και το κλείνει. Μετά από λίγο τον ξαναπαίρνει ο θυρωρός και του λέει “είναι στο τηλέφωνο ο κ. Χατζηχρήστος και θέλει να σας μιλήσει” και του απαντάει “δεν είμαι εδώ πες του”. Και μου λέει εμένα ο Φίνος “έχει κάνει τόσες ταινίες, έχει φθαρεί, τι να τον κάνω;”. Και τον έδιωξε. Και λέω εγώ από μέσα μου “εμένα αυτό δεν θα μου το κάνεις ποτέ” και έφυγα από τον Φίνο με την δικαιολογία ότι ο Παπαμιχαήλ έπαιρνε 300.000 δραχμές στην ταινία κι εγώ 250.000. Μου έκανε μήνυση ο Φίνος, πήγαμε στα δικαστήρια. Κι όταν αρρώστησε ο Φίνος, πήγα στο νοσοκομείο και μου λέει η γυναίκα του η Τζέλα “φταις κι εσύ που έγινε έτσι ο Φίνος, που αρρώστησε”. Λογικό ήταν να στεναχωρηθεί ο άνθρωπος, αλλά εγώ ήθελα την καριέρα μου» αποκάλυψε ο Κώστας Βουτσάς.

Μάρθα Καραγιάννη: Μαζί στο σινεμά αλλά όχι στη ζωή

Αν και πολλοί τους ήθελαν ζευγάρι για χρόνια, ο Κώστας Βουτσάς και η Μάρθα Καραγιάννη δεν ήταν ποτέ ζευγάρι.

Οι δύο ηθοποιοί έμειναν αγαπημένοι μέχρι το τέλος, κουμπάροι τα τελευταία χρόνια και φυσικά ιδανικοί συμπρωταγωνιστές.

Ο τύπος της εποχής συχνά τους παρουσίασε εραστές και ειδικά μετά την «Πρώτη νύχτα γάμου» όλοι πίστευαν ότι θα ανέβουν στο τέλος τα σκαλιά της εκκλησίας.

Ο ίδιος ο ηθοποιός σε συνέντευξη του πριν λίγους μήνες είχε αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ωραία γκόμενα ποτέ όμως δεν είχα κάτι μαζί της. Μόνο φίλοι. Πάντα θα είμαστε φίλοι».

Μαίρη Μεταξά: Η αγαπημένη του τηλεοπτική μαμά

Η Μαίρη Μεταξά ήταν μια σπουδαία ηθοποιός, που αν και δεν έγινε πολύ γνωστή, όλοι θα θυμόμαστε την πληθωρική παρουσία της, ως Κωνσταντινουπολίτισσα, και την ξεχωριστή προφορά της.

Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε στην ταινία της Φίνος Φιλμ «Η Κυρά μας η Μαμή», έπαιξε σε 17 ταινίες της Φίνος Φιλμ, στις επτά από τις οποίες μαζί με τον Κώστα Βουτσά.

Η υπερπροστατευτική μαμά του, αλλά και η κακιασμένη πεθερά του, εκείνη και ο Βούτσας αποτελούν δίδυμο-εγγύηση για μεγάλες επιτυχίες.

«Ο γιος μου δεν είναι τα μούτρα τη» έλεγε με μεγάλη άνεση στην Κικίτσα και τη μητέρα της ως κυρία Κοπέογλου στο «Ανθρωπάκι» και ο κόσμος δεν χόρταινε να βλέπει μητέρα, νύφη και πεθερά να έρχονται στα χέρια ανάμεσα σε υφάσματα, απελπισμένους υπάλληλους και τον Κώστα Βουτσά στη μέση να προσπαθεί πάντα να ηρεμήσει τα πνεύματα.