«Εδώ οι «λαθρό» αλλοιώνουν τον «μπολιτισμό» μας κι εσείς μας λέτε πως ο σύρος πατέρας του βρέφους είναι αθώος;».

«Εδώ παιδιά πεινάνε κι εσείς ταΐζετε τα αδέσποτα;».

«Εδώ το άλλο το ξέκωλο βγήκε με μίνι κι εσείς μας λέτε γιατί τη βιάσανε;».

«Εδώ έχουμε υπογεννητικότητα κι εσείς θέλετε μορφωμένες γυναίκες;».

 «Εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος κι εσύ κολλάς σε κάτι πράγματα μικρά;».

 Αυτά λένε. Από την καναπεδάρα με το ριχτάρι το καρό. Και το δάχτυλο τεντωμένο, τσίτα. Μες στη μούρη σου πάνω – κάτω να κουνιέται, να κουνιέται σαν εκκρεμές. Και τσιτάτα. Πολλά τσιτάτα. Τσιτάτα σε σκονάκι, μια τζούρα Μπουκόφσκι, κι ένα «je suis» στο φινάλε: «je suis Français, je suis Grec, je suis Charlie Hebdo, je suis etsi, je suis giouvetsi, je suis malakas». Pio malakas pethaineis.

Αν κι αυτό – φευ – είναι μόνον ευσεβής (ή έστω ασεβής) πόθος. Γιατί ο μαλάκας ποτέ δεν πεθαίνει κι ούτε λίγο καιρό ξαποσταίνει. Είναι ακάματος, ακούραστος, ακατάβλητος. Ο μαλάκας έχει γνώμη, έχει άποψη, εκφράζεται αβίαστα, τοποθετείται, κρίνει και – κυρίως – κατακρίνει. Σαν την αμοιβάδα διχοτομείται και πολλαπλασιάζεται. Σαν τη μικρή Τερέζα επιβιώνει του πυρηνικού ολέθρου παρέα με τις άλλες κατσαριδούλες.

Αν και η νευροβιολογία αναφέρει τις «πέντε ηλικίες του εγκεφάλου», του μαλάκα ο εγκέφαλος δεν πτοείται απ’ αυτές τις επιστήμες του διαβόλου. Ο δικός του εγκέφαλος παραμένει συμπαγής ως τούβλο κι αεροστεγής ως τάπερ.  Τίποτα δεν μετατοπίζεται από τη θέση του, τίποτα δεν κουνιέται.

Τίποτα – εκτός από του Ελληνος τον Δάκτυλον. Που και ζυγόν δεν υποφέρει και τις λίιιιγο πιο σύνθετες έννοιες δεν νογάει: όπα, τι γίνεται εδώ; Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν σκέψη σύνθετη και μια καρδιά αγκινάρα; Μπορούν ταυτόχρονα να ενημερώνονται, να τοποθετούνται, να αγαπούν, να τρώνε παγωτά και να ντύνονται όμορφα;

Αυτή η εφιαλτικά πολυδιάστατη σκέψη είναι σουαχίλι για τον υπερήφανο Κάτοχο του Κουνημένου Δαχτύλου. Τα πράγματα στη δική του ζωή είναι απλά. Ασπρο – μαύρο. Κακό – καλό. Ομορφο – άσχημο. Κι αυτός είναι άσπρος, καλός και όμορφος. Ψηλός, ξανθός και παίζει τένις.

Και λες εσύ τώρα. Αυτός ο τύπος, για να μου κουνάει το δάχτυλο, μάλλον είναι σκάλες ανώτερος. Είναι ο τύπος που  μαγειρεύει στα συσσίτια, δίνει κουβέρτα στον άστεγο, στειρώνει το αδέσποτο και περνάει την κυριούλα απέναντι. Είναι ο άνθρωπος που σηκώνεται απ’ τον καναπέ, βγαίνει και στον δρόμο κι απ’ τον δρόμο του και βοηθάει ως καλός Σαμαρείτης.

Ναι;

Οχι.

Οχι, αγάπη μου, όχι, ποτέ αυτό, πο-τέ. Ο μαλάκας που κουνάει το δάχτυλο λέει «μανάρι μου μωρέ» για το αιμόφυρτο μωράκι στη Συρία. Λέει «αλήτες, κρεμάλα που θέτε» για τον παιδεραστή. Λέει. Στην τηλεόραση τα λέει, η τηλεόραση τα ακούει, όλα καλά κι όλα ωραία κι εσύ ‘σουν μ’ άλλονε παρέα. Κουνάει το δάχτυλο σ’ αυτούς που δεν καταγγείλανε τους γονιούς που σαπίζουν στο ξύλο το βρέφος του ισογείου. Ασχέτως που, αν ήταν εκείνοι στη θέση τους, απλώς θα έβαζαν ωτοασπίδες να μην ακούνε του μωρού τα ουρλιαχτά.

Αλήθεια, πόσο εύκολα, πόσο γλυκά κοιμάται μια συνείδηση.

Ελα όμως που, μαζί μ’ αυτούς, υπάρχουν και οι «άλλοι». Οι αποδέκτες του Κουνημένου Δαχτύλου. Εκείνοι που διαβάζουν, σχολιάζουν, συνδυάζουν ειδήσεις με ανόμοιο ειδικό βάρος. Εκείνοι που και πιστολάκι κάνουν στο μαλλί, και μια σακούλα με τρόφιμα κρεμούν στο μάνταλο της πολυκατοικίας. Εκείνοι που μεγαλώνουν παιδιά ή που νοιάζονται τα παιδιά των άλλων. Που τις νύχτες ένα ζωάκι κουλουριάζεται στην αγκαλιά τους.

Και παράλληλα χαζεύουν ένα ζευγάρι γόβες στη βιτρίνα. Απολαμβάνουν έναν καφέ στη λιακάδα. Γελούν στην κωμωδία του θερινού. Περνούν μέρες όμορφες, μέρες ζόρικες, μέρες λαμπερές και μέρες δακρυσμένες.

Υπάρχουν κι αυτοί. Οι «άλλοι». Που είναι κανονικοί άνθρωποι. Με κανονικές για την εποχή νευρώσεις. Κι άμα λάχει, έχουν κι οι «άλλοι» δάχτυλο. Απλά δεν το κουνάνε.

Γιατί κάποιοι κουνάνε το δάχτυλο. Κι άλλοι απλώνουν το χέρι.