Τρεις όρθιοι κίονες είχαν μείνει να θυμίζουν τον ναό του Διός που χτίστηκε το 330 π.Χ. στον τόπο όπου ο μύθος θέλει τον Ηρακλή να πραγματοποιεί τον πρώτο του άθλο: να σκοτώνει το λιοντάρι. Στον τόπο που κατά τα ιστορικά χρόνια ήταν γνωστός για τους αγώνες του – όπως σε εκείνους της Ολυμπίας, των Δελφών και των Ισθμίων – στεφανώνονταν με ένα φυτικό «στέμμα» και προστατεύονταν από την ιερή εκεχειρία.

Στη Νεμέα, που έγινε προορισμός ζωής για τον αρχαιολόγο Στέφανο Μίλερ, ο οποίος βρέθηκε σε αυτή τη γωνιά της Πελοποννήσου από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και κατάφερε να την αποκαλύψει από τα έγκατα που είχε κρυφτεί για αιώνες. Να της δώσει ουσιαστικά την τρίτη διάσταση μέσα από τις αναστηλώσεις – έξι επιπλέον κίονες έχουν προστεθεί στον ναό -, να αναδείξει τους θησαυρούς της, τους οποίους εξέθεσε στο τοπικό μουσείο που αναγέρθηκε επί των ημερών του.

Να την αναστήσει, τελικά, όχι μόνο καθιστώντας την προορισμό για χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο, αλλά και αναβιώνοντας τους Νέμεους Αγώνες. Και αν πολλοί είναι εκείνοι που στο έργο του αμερικανού αρχαιολόγου (ελβετο-γερμανικής καταγωγής) έχουν αναγνωρίσει έναν σύγχρονο άθλο, ανάλογο εκείνων του μυθικού Ηρακλή, εκείνος, έχοντας πλέον συνταξιοδοτηθεί, αποφάσισε να επιδοθεί σε έναν ακόμη: στη συγγραφή ενός δίτομου έργου υπό τον τίτλο «Η Νεμέα κι εγώ» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καπόν στα αγγλικά και στα ελληνικά (σε μετάφραση Νικόλα Δημάκη). Μέσα σε συνολικά 768 σελίδες και 1.784 φωτογραφίες κατάφερε να χωρέσει τα 47 χρόνια από τη στιγμή που έλαβε την επιστολή του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, με την οποία του προσφερόταν η θέση του επίκουρου καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας και του διευθυντή των ανασκαφών της Νεμέας έως το 2018, οπότε και ολοκλήρωσε τη συγγραφή του βιβλίου.

Ο τρόπος γραφής που επέλεξε για να διηγηθεί την περιπέτεια ζωής του είναι το ημερολόγιο, όπου τη θέση των ημερομηνιών έχουν πάρει αριθμοί φωτογραφιών. Με λεπτομέρειες μάλιστα που δεν σχετίζονται μόνο με την αρχαιολογική έρευνα, αλλά και την καθημερινότητα και ενέχουν πολλά ανεκδοτολογικά στοιχεία παράλληλα με τους παραλογισμούς της ελληνικής γραφειοκρατίας πασπαλισμένους με την απαραίτητη γκρίνια και αρκετό χιούμορ.

Κατά συνέπεια, ο αναγνώστης δεν θα πληροφορηθεί μόνο βήμα-βήμα πώς ήρθαν στο φως τα ευρήματα – το Στάδιο, για παράδειγμα, αποκαλύφθηκε κάτω από επιχώσεις επτά μέτρων –   και πώς οργανώθηκε ο αρχαιολογικός χώρος που χάρη στις απαλλοτριώσεις έφτασε να καταλαμβάνει σχεδόν 180 στρέμματα. Αντιθέτως, καλείται να κάνει ο ίδιος μια «ανασκαφή» στις σελίδες και να τα εντοπίσει ενώ γύρω του θα εξελίσσεται η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, οι κόντρες της τοπικής κοινωνίας, το κυνήγι του ευρήματος παράλληλα με εκείνο της χρηματοδότησης μέσα από την προσωπική μαρτυρία του πρωταγωνιστή, η οποία παρά την αναμενόμενη υποκειμενικότητά της, καθίσταται πολύτιμο ντοκουμέντο.

Ηθελε να βοηθήσει

Κάθε στιγμή συνοδεύεται και από την αντίστοιχη φωτογραφία – έστω και με την «αναλογική» ποιότητα της εποχής – και με τη δύναμη που περικλείει. Και έτσι αλλού μπορεί να βλέπουμε ένα δωρικό κιονόκρανο ασβεστωμένο που είχε μετατραπεί σε σκάφη για πλύσιμο σε ένα σπίτι του χωριού, και αλλού τις πρώτες ανασκαφικές εργασίες που πλαισιώνονται με την επίσκεψη του ανασκαφέα σε κατάστημα που πωλούσε εργαλεία. Ο ιδιοκτήτης όταν πληροφορήθηκε τον σκοπό αγοράς των κασμάδων και των καροτσιών προσφέρθηκε να βοηθήσει. «Είμαι καλός σκαφέας, ιδιαίτερα με την τσάπα τη νύχτα» είπε στον Μίλερ. «Είσαι αρχαιοκάπηλος» αναφώνησε τρομοκρατημένος ο Αμερικανός (και πλέον έλληνας πολίτης). Και κορδώνοντας το ανάστημά του ο καταστηματάρχης απάντησε: «Ναι, και μάλιστα ένας από τους καλύτερους»!

Ο αναγνώστης διαπιστώνει, εξάλλου, πόσο δύσκολες ήταν στην αρχή οι προσπάθειες χρηματοδότησης της ανασκαφής, καθώς οι φάκελοι για συνεισφορά επιστρέφονταν με κουκούτσια ελιάς, και πώς η πολιτική συγκυρία οδήγησε τον Φρανκ Σινάτρα να αρνηθεί την οικονομική του στήριξη. Ανακαλύπτει τις γυναίκες που μπήκαν στην ανασκαφή ως εργάτριες και αργότερα έδειχναν με υπερηφάνεια στα εγγόνια τους όσα είχαν φέρει οι ίδιες στο φως. «Ζει» τη στιγμή της ανακάλυψης του Σταδίου την τελευταία ημέρα της ανασκαφής έπειτα από 14 εβδομάδες και μία μέρα πριν από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Μαθαίνει πως η σπεσιαλιτέ σε μια τοπική ταβέρνα ήταν οι τηγανητές πατάτες της γιαγιάς. Και πως ένας ντόπιος ενθουσιώδης βοηθός του Μίλερ κατάφερε να κερδίσει μια θέση μόνιμου φύλακα αφήνοντας σχεδόν άφωνη την έφορο αρχαιοτήτων της περιοχής όταν κλήθηκε μαζί με τους συνυποψηφίους του να εντοπίσει από έναν σωρό οστράκων εκείνα που ανήκαν στην κλασική περίοδο. Δεν πλησίασε καν, αναγνωρίζοντας ότι επρόκειτο για αδιάγνωστα όστρακα που έπρεπε να απορριφθούν.

 

ΣΕΝΑΡΙΟ ΓΙΑ ΑΜΦΙΠΟΛΗ. Δεν μπορεί να μη χαμογελάσει μπροστά στην απορία των αρχαιολόγων όταν στις αεροφωτογραφίες από μπαλόνι υδρογόνου εντόπισαν μεγάλο αριθμό κύκλων βορειοδυτικά του ναού και έτρεξαν με αγωνία στα χωράφια για να δουν μήπως υπήρχαν θολωτοί τάφοι, για να ανακαλύψουν τελικά ότι οι κύκλοι δεν ήταν παρά δημιουργίες των γαϊδουριών που δένονταν γύρω από έναν πάσσαλο! Θα διαβάσει μία ακόμη εκδοχή για τον ιδιοκτήτη του ταφικού μνημείου στον τύμβο Καστά στην Αμφίπολη: ότι θα μπορούσε να ήταν ο κατά τα άλλα άγνωστος Πέρσας, γιος του Νικολάου που εκπροσώπησε την Αμφίπολη στους αγώνες της Νεμέας και το όνομά του εντοπίστηκε σε μια επιγραφή. Και θα πληροφορηθεί πως τα πάθη με ορισμένες οικογένειες στην περιοχή έφτασαν σε τέτοια ένταση ώστε ο αρχαιολόγος να δεχθεί τρεις πυροβολισμούς ενώ καθόταν στο γραφείο του.

Από τη διαδρομή αυτή δεν θα λείψουν οι έρωτες, οι γάμοι, οι εγκυμοσύνες, η γραφειοκρατία του ελληνικού κράτους και οι παρεμβάσεις των πολιτικών για να τις λύσουν. Θα παρελάσουν πρόεδροι Δημοκρατίας, πρωθυπουργοί, υπουργοί Πολιτισμού και βουλευτές. Θα υπάρξουν διαπληκτισμοί αλλά και αγαστή συνεργασία με στελέχη της διοίκησης. Θα επιστρατευθούν αρχαίες μέθοδοι για να κοπεί ο λίθος. Θα επινοηθούν μέθοδοι που θα φανούν ακόμη και αστείες – όπως η χρήση κύβων πάγου για την τοποθέτηση των επιστυλίων στον ναό – που αποδείχθηκαν όμως αποτελεσματικές. Θα δοθούν μάχες για να κρατηθεί ο χώρος ανοικτός, καθώς η έλλειψη φυλακτικού προσωπικού τον κράτησε κλειστό κατά περιόδους και ακόμη και την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές η ιστοσελίδα του ΥΠΠΟ ενημέρωνε τους επισκέπτες ότι μετά τις 26 Φεβρουαρίου θα έπρεπε να υπάρξει συνεννόηση με την αρμόδια υπηρεσία ώστε να διερευνηθεί το ενδεχόμενο πρόσβασής τους στον χώρο. Χρειάστηκε να τηλεφωνήσουμε για να μας διαβεβαιώσουν ότι έχει λυθεί το πρόβλημα και ότι η πρόσβαση είναι απρόσκοπτη βάσει του ισχύοντος ωραρίου. «Κοιτάζω έξω από το παράθυρο του γραφείου μου και βλέπω το όνειρό μου, όχι όπως ακριβώς το είχα φανταστεί το 1972, αλλά με τον πυρήνα του να είναι εκεί: το μουσείο, τον Ναό, το αρχαιολογικό πάρκο που περιβάλλεται από κυπαρίσσια. Ηταν ένα μακρύ ταξίδι με πολλά εμπόδια, αλλά ακόμα περισσότερες μεγάλες στιγμές (…). Είναι καιρός να κάνω ένα βήμα πίσω και να γίνω ένας γερο-γκρινιάρης, αν και μερικοί λένε ότι έχω φτάσει σε αυτή τη θέση εδώ και πολύ καιρό» καταλήγει ο Στέφανος Μίλερ.