Η «Όμορφη πόλη» του Μίκη Θεοδωράκη μισό και πλέον αιώνα μετά το πρώτο ανέβασμά της, το καλοκαίρι του 1962, αναβιώνει στην αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών από τις 17 έως τις 30 Ιανουαρίου 2020.

Με άξονα-μύθο τις γνωστές μελωδίες του μεγάλου μας μουσουργού και την ποίησή του για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή, ο σκηνοθέτης Γιώργος Βάλαρης δημιουργεί και παρουσιάζει μια σύγχρονη «Όμορφη πόλη» του 2020, μια θεατρική-μουσική υπερπαραγωγή, μια ωδή στον μεγάλο μας συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη.

Μέσα από τα ποιητικά κείμενα που υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης και πεζά κείμενα του Γιώργου Βάλαρη, τα οποία πραγματεύονται κυρίαρχα θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης και της ελληνικής κοινωνίας – ο έρωτας, η ξενιτιά, ο θάνατος, η ρωμιοσύνη – και με τα γνήσια λαϊκά και διαχρονικά τραγούδια του μεγάλου μας συνθέτη που γαλούχησαν γενιές και γενιές, («Όμορφη πόλη», «Φεγγάρι μάγια μου ’κανες», «Της δικαιοσύνης», «Ένα το χελιδόνι», «Στρώσε το στρώμα σου», «Μαργαρίτα, Μαργαρώ», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», κ.ά.), παρουσιάζεται ένα μοντέρνο εικαστικό-οπτικοακουστικό θέαμα, με σύγχρονη χορογραφία και video artminimal αισθητική.

Συμμετέχει η Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης». Τραγουδούν οι Γιάννης Κότσιρας, Δημήτρης Μπάσης, Σαλίνα Γαβαλά. Παίζουν οι Κώστας Καζάκος, Γιώργος Κιμούλης, Πέγκυ Σταθακοπούλου, Κωνσταντίνος Καζάκος, Ελισάβετ Μουτάφη, Γιώργος Βάλαρης, Αιμίλιος Ράφτης, Άκης Σιδέρης και η Λήδα Πρωτοψάλτη.

Eιδικές guest εμφανίσεις θα κάνουν οι Μελίνα Ασλανίδου (22 και 23 Ιανουαρίου), Γιώτα Νέγκα (17 Ιανουαρίου), Μπάμπης Στόκας (30 Ιανουαρίου), Ελένη Τσαλιγοπούλου (29 και 30 Ιανουαρίου).

Χορεύουν οι Ιωάννα Θεοδώρου, Αλέξανδρος Κεϊβανάι, Ηλίας Μπαγεώργος, Φαίδρα Νταϊόγλου, Αλέξανδρος Σταυρόπουλος, Στεφανία Σωτηροπούλου, Κωνσταντίνος Φρίγγας.

Ο Γιώργος Βάλαρης μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, τον Μίκη Θεοδωράκη και την ποίηση.

Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;

Από μαθητής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού είχα μια αδυναμία στο τραγούδι της «Όμορφης πόλης», μάλιστα ήταν το τραγούδι που ερμήνευσα κατά τις εισαγωγικές μου εξετάσεις με επιτυχία. Όντας λοιπόν μαθητής στο Εθνικό είχα ερευνήσει την ιστορία της θρυλικής εκείνης παράστασης του 1962 όπως και της «Οδού Ονείρων» που είναι εξίσου ένα αγαπημένο έργο και τα οποία με σημάδευσαν εκείνα τα χρόνια των σπουδών μου. Όμως δεν κρύβω την αδυναμία μου στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Επίσης τα τελευταία χρόνια δηλώνω νοσταλγός παλαιοτέρων έργων -μουσικών κυρίως- που έχουν να κάνουν με τις ρίζες μας και την παράδοσή μας. Στο πλαίσιο αυτών των επιλογών αλλά και αναζητήσεων ξύπνησα μια μέρα χαράματα και αναφώνησα «Εύρηκα!»

Δεδομένου ότι πρόκειται για ένα αφιέρωμα σ’ έναν τόσο σημαντικό δημιουργό, νιώθετε ένα δέος για το έργο του κι ένα άγχος γι’ αυτό που πάτε να κάνετε;

Ναι, η αλήθεια είναι πως η αγωνία μου να δικαιώσω τον Μίκη Θεοδωράκη για την αμέριστη εμπιστοσύνη του είναι τεράστια, όση δεν έχω νιώσει ποτέ έως τώρα και γι΄αυτό καταθέτω όλες μου τις δυνάμεις και για τον ίδιο αλλά και τον κόσμο που μέχρι στιγμής μας δείχνει τόση αγάπη και ενδιαφέρον. Είναι ένα έργο στο οποίο αφοσιώθηκα αποκλειστικά με μαθητική προσήλωση σχεδόν 11 μήνες για τη δημιουργία του και διασφάλισα τις καλύτερες συνθήκες για το ανέβασμα του.

Η παράσταση του 1962, με ποιο τρόπο υπήρξε οδηγός στο νέο σας θεατρικό εγχείρημα;

Θα έλεγα πως η μουσική της παράστασης ήταν κατά κάποιο τρόπο οδηγός και όχι η πρόζα. Θα έλεγα πως οδηγός μου στο νέο θεατρικό εγχείρημα υπήρξε το συνολικό έργο του Μίκη και η δική του καθοδήγηση καθώς και η ανακάλυψη μιας δημιουργικής του πτυχής που δε γνώριζα, της ποίησής του.

Πώς συνδυάζεται η μουσική, με το θέατρο και την ποίηση επί σκηνής;

Πολλά από τα εμβληματικά και δημοφιλή τραγούδια του Μίκη μαζί με τα ποιητικά του κείμενα αλλά και τα δικά μου πεζά δημιουργούν την πλοκή του σπονδυλωτού έργου που έχει ως θέματα: τον έρωτα, την ξενιτιά, το θάνατο, το «Άξιον εστί» και την Επανάσταση.

Τους ήρωες του έργου, υποδύονται σπουδαίοι ηθοποιοί του θεάτρου μας: Κώστας Καζάκος, Γιώργος Κιμούλης, Πέγκυ Σταθακοπούλου, Κωνσταντίνος Καζάκος, Ελισάβετ Μουτάφη και η Λήδα Πρωτοψάλτη, αλλά και νεότεροι όπως οι: Αιμίλιος Ράφτης, Άκης Σιδέρης που εμπλέκονται με το «Xορό», ένα επιτελείο σπουδαίων χορευτών και τη λαϊκή ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» που συνοδεύει τους κορυφαίους και αγαπημένους μας ερμηνευτές Γιάννη Κότσιρα και Δημήτρη Μπάση και τη νεαρότερη Σαλίνα Γαβαλά.

Όλες αυτές οι πτυχές του έργου θεμελιώνονται με τη χρήση του video art που εκφράζει κυρίαρχα είτε το υποσυνείδητο των παθόντων προσώπων, είτε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των τραγουδιών.

Ποια τραγούδια το κοινό θ’ ακούσει επί σκηνής;

Θα ακούσει τραγούδια από την θρυλική παράσταση του 1962 όπως: «Όταν με δείτε να μιλώ», «Σερενάτα», «Φεγγάρι μάγια μου ‘κανες» , φυσικά το ομώνυμο σε στίχους Γιάννη Θεοδωράκη, αλλά και πολλές από τις μεγάλες επιτυχίες και από το «Άξιον εστί», τη «Μαργαρίτα», το «Είχα φυτέψει μια καρδιά», «Καημός», «Γωνιά γωνιά», τη «Φαίδρα» από τους «Λιποτάκτες», το «Βραδιάζει», το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», το μελωδικό «Το τραίνο φεύγει στις 8», το «Ξημερώνει» κ.ά.

Ποια ποιητικά κείμενα του Μίκη Θεοδωράκη επιλέξατε για να ντύσετε τη μουσική;

Είναι μικρά αποσπάσματα που έχουν σύνδεση με τους θεματικούς άξονες του έργου. Ανήκουν σε διάφορες ποιητικές συλλογές και κυρίαρχα στην συλλογή «Ο Ήλιος και ο χρόνος» του 1967». Με ενέπνευσε πολύ αυτή η συλλογή για τη δύναμη ψυχής και ελπίδας που διατρέχει κάθε στίχο και εντυπωσιακό είναι πως η συγγραφή της έγινε στις τόσο δύσκολες συνθήκες της φυλάκισής του στην οδό Μπουμπουλίνας.

Στα κείμενα που υπογράφετε ο ίδιος, ποια στοιχεία λειτούργησαν ως έμπνευση για εσάς;

Το συνολικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη αλλά και ο στόχος ή μάλλον η κεντρική ιδέα του έργου έχει να κάνει με μια βαθιά ουμανιστική διάθεση καθώς βασική μου αξία και θεμελιώδης αρχή είναι ότι ο καθένας μας είναι αναπόσπαστο μέλος ενός συνόλου, όπου η αγάπη πρυτανεύει. Εκεί έγκειται η πραγματική αφθονία.

Πριν το αφιέρωμα στον Μίκη, η σχέση σας , με τον ίδιο και τη μουσική του ποια ήταν;

Από μικρός έτρεφα ένα βαθύ θαυμασμό στο έργο του μεγάλου μας δημιουργού και έχω κι εγώ χαραγμένες μνήμες από τα μαθητικά μου χρόνια καθώς τα τραγούδια του ήταν αυτά που ακούγονταν στις μαθητικές γιορτές του Πολυτεχνείου και το «Άξιον εστί» θα έλεγα πως είναι ο σύγχρονος λαϊκός Εθνικό ύμνος. Μην ξεχνάμε πως τα τραγούδια έχουν ισχυρή δράση στην καταγραφή σπουδαίων συναισθημάτων. Η αίσθηση που είχα τότε και τώρα για τη μουσική του έχει να κάνει με τη δύναμη της ψυχής που μεταφέρεται από τον ίδιο το δημιουργό στον ακροατή και τη διάθεση για Ελευθερία και πατριωτισμό.

Τρέφω ένα βαθύ θαυμασμό για τον Μίκη Θεοδωράκη που θέριεψε από τη στιγμή που τον συνάντησα και με βρίσκετε πανευτυχή καθώς η πνευματική μας σύνδεση έχει κορυφωθεί μέσα στο πέρασμα των τελευταίων μηνών. Είναι κατ’ εμέ ο κορυφαίος δημιουργός της σύγχρονης Ελληνικής μουσικής ιστορίας, ποιητής συνάμα και καινοτόμος με πολλαπλές μορφές στο έργο του, που εκφράζονται όμως με ένα μοναδικό λαϊκό τρόπο. Μην ξεχνάμε πως είναι ο πρώτος που έφερε την υψηλή ποίηση στο στόμα του λαού μελοποιώντας Ελύτη, Ρίτσο, Γκάτσο, Λειβαδίτη κ.ά., και δημιούργησε το «λαϊκό έντεχνο» τραγούδι.

Στήνοντας την παράσταση, ανακαλύψατε πτυχές της δημιουργίας του Μίκη που δεν ξέρατε και σας γοήτευσε;

Καθώς μελετούσα τη ζωή του ανακάλυψα την πολύ σημαντική και άγνωστη στο πλατύ κοινό πτυχή του που έχει να κάνει με την ποίηση και τη λάτρεψα. Η ποίησή του με γοήτεψε και εμένα αλλά και όλους τους ερμηνευτές της παράστασης για τη δύναμη του λόγου, των συναισθημάτων και την ελπίδα που διαπερνάει σε κάθε στίχο του καθώς γράφτηκαν σε αδιανόητα δύσκολες συνθήκες, ακροβατώντας στη ζωή και το θάνατο, στην ελπίδα και την απελπισία.