Μετά την περσινό, πρώτο κι επιτυχημένο κύκλο παραστάσεων, ο Σπύρος Μιχαλόπουλος και ένα ντουέτο αξιόλογων ηθοποιών, οι Χρήστος Αυλωνίτης και Κώστας Κονταράτος μεταφέρουν ξανά στη σκηνή του θεάτρου Άβατον κάθε Σάββατο και Κυριακή τη μαύρη κωμωδία του Περικλή Κοροβέση «Tango Bar».

Το βιβλίο του γνωστού συγγραφέα και δημοσιογράφου κυκλοφόρησε το 1988 και η πλοκή του εκτυλίσσεται σ’ ένα μπαρ στο κέντρο της πόλης τη δεκαετία του 1980. Το μπαρ είναι έτοιμο να κλείσει όταν εμφανίζεται ο Λάκης, ένας αποτυχημένος θεατρικός συγγραφέας. Η συζήτησή του με τον Φώντα, ιδιοκτήτη του μπαρ και αποτυχημένο ηθοποιό θα κρατήσει ως τα χαράματα.

Οι δυο τους θα τσακωθούν, θ’ αγαπηθούν, θ’ ασκήσουν σκληρή κριτική ο ένας στον άλλο. Η σχέση τους θα περάσει από τρικυμίες, δηλαδή ό,τι ακριβώς συμβαίνει από τότε που ήταν παιδιά. Ό,τι συμβαίνει και τώρα, που είναι ενήλικες, κάθε βράδυ.

Θαρρείς κι η ζωή τους είναι ένα tango, εφιαλτικό και τρυφερό μαζί που το χορεύουν σε λούπα. Ή ένα παιχνίδι εξουσίας που αλλάζει διαρκώς χέρια, σαν φαύλος κύκλος που πότε τους απομακρύνει και πότε τους φέρνει πιο κοντά στον πυρήνα της σχέσης και της ύπαρξής τους.

Ο σκηνοθέτης της παράστασης Σταύρος Μιχαλόπουλος μιλάει στα «Νέα» για τη δεύτερη σεζόν της, το τάνγκο και την εποχή της αθωότητας.

1. Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;

Η ιδέα της παράστασης ξεκίνησε από μια βραδιά σε ένα μπαρ την Αλχημεία στα Πατήσια όπου ο Χρηστος Αυλωνίτης και εγώ είμαστε θαμώνες. Ο Χρήστος είχε το έργο, εγώ ήμουν σε αναζήτηση της πέμπτης μου θεατρικής δουλειάς και το διάβασα. Σύντομα συνάντησα τον Περικλή Κοροβέση μια βροχερή Κυριακή σπίτι του. Μιλήσαμε πάνω από 5 ώρες. Έφυγα από εκεί πολύ σίγουρος τι θέλω να κάνω…Και το έκανα.

2. Στην δεύτερη σεζόν, τι έχετε αλλάξει στην παράσταση;

Τίποτε δεν έχει αλλάξει. Το έργο παραμένει το ίδιο πάντα. Είναι διαχρονικό. οι ήρωες είναι τόσο ξεκάθαροι και στιβαροί που δεν αλλάζεις κάτι. Εξάλλου δεν κάναμε τεχνάσματα σκηνοθετικά, υπηρετήσαμε το κείμενο με ευαίσθητο και απλό τρόπο.

3. Τώρα λοιπόν πιο ώριμος στην σκηνοθετική σας απόδοση του έργου του Κοροβέση, τι προκλήσεις αντιμετωπίζετε;

Όσο προχωράς τόσο οι προκλήσεις αυξάνονται. Αυτό που συμβαίνει τη δεύτερη χρονιά είναι να παραμείνουν οι ισορροπίες του έργου και να πάνε,αν πάνε πιο βαθιά. Στο Tango Bar πάνε..

4. Το έργο αναδεικνύει την προσωπική κρίση σε συλλογική. Πώς αυτοί οι δύο ήρωες διαχειρίζονται τις δύο αυτές κρίσιμες συνθήκες;

Όπως όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι. Με αδυναμία διαχείρισης, με λάθη, με σωστά, με γέλιο και δάκρυ. Με αισιοδοξία μέσα στη μαυρίλα τους και με αδιέξοδα.

5. Το τάνγκο που τους δένει αλλά και τους χωρίζει, πώς θα σταματήσει;

Δεν θα σταματήσει. Θα συνεχίζουν αυτόν τον χορό κάθε βράδυ, γιατί αυτό τους γεμίζει Ζωή.

6. Πώς χορεύοντας καταφέρνουν τελικά να φτάσουν πιο κοντά στον πυρήνα της σχέσης τους και της ύπαρξής τους γενικότερα;

Με την επιστροφή τους στα χρόνια της αθωότητας. Με την απλή κατανόηση της ύπαρξης τους. Με την συνειδητοποίηση ότι η αποτυχία στους κοινωνικά αποδεκτούς θεσμούς μπορεί να είναι και η επιτυχία τους, η προσωπική.

7. Εσείς πιο τάνγκο θα χορεύατε και με ποιον;

Θα χόρευα ένα τανγκό με όποιον θέλει να χορέψει στο μυαλό μου.