«Δεν χρειάζεται μετεωρολόγο, για να δεις προς τα που φυσά ο άνεμος», έλεγε ένα τραγούδι του Μπομπ Ντύλαν που αναφερόταν στον άνεμο του ριζοσπαστισμού και της κοινωνικής αλλαγής. Σήμερα, δεν χρειάζεται να είναι κανείς μετεωρολόγος για να αντιληφθεί ότι τα πράγματα με το κλίμα δεν είναι σε καλή κατεύθυνση.

Ήδη βλέπουμε πιο ζεστές χρονιές και κυρίως ήδη βλέπουμε πιο έντονα καιρικά φαινόμενα και με μεγαλύτερη συχνότητα, τα πρώτα σημάδια ενός μηχανισμού που έχει τεθεί σε κίνηση.

Σε πείσμα ελάχιστων μειοψηφιών, λίγοι αμφισβητούν πλέον ότι η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη είναι ανθρωπογενής και αφετηρία έχει την συγκέντρωση από την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης αερίων που συμβάλουν στην κλιματική αλλαγή και που πηγή κατά κύριο λόγο τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι περίπου οι μισές εκπομπές αερίων έχουν γίνει από το 1988 και μετά, δηλαδή σε μια περίοδο που ήδη γνωρίζαμε το μηχανισμό που προκαλεί την κλιματική αλλαγή.

Οι συνέπειες έχουν ήδη προδιαγραφεί. Ακόμη και μια αύξηση της μέσης θερμοκρασίας σε επίπεδα 1,5 βαθμών Κελσίου σε σχέση με πριν τη βιομηχανική επανάσταση, που αυτή αποτελεί στόχο, θα προκαλέσει σημαντική αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων, θα αυξήσει το επίπεδο της θάλασσας, με συνέπειες για παράκτιες περιοχές και θα επηρεάσει τις σοδειές βασικών αγροτικών προϊόντων.

Εάν δεν πάρουμε καθόλου μέτρα, το 2070 τουλάχιστον 500 εκατομμύρια άνθρωποι θα βρίσκονται σε περιοχές με καύσωνες τέτοιας έντασης που θα καθιστούν την επιβίωση αδύνατη εκεί. Ήδη έχουμε τα πρώτα φαινόμενα «κλιματικής μετανάστευσης» και οι επιστήμονες επιμένουν ότι μπορούν να ενταθούν.

Και όμως οι εκπομπές αερίων αυξάνονται

Την ίδια στιγμή όπως αναφέρει η πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ για το χάσμα ανάμεσα στους στόχους για τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την πραγματικότητα (Emissions Gap Report 2019), η κατάσταση χειροτερεύει.

Την τελευταία δεκαετία οι σχετικές εκπομπές αερίων αυξήθηκαν κατά 1,5% κάθε χρόνο κατά μέσο όρο, με τις εκπομπές αερίων για την παραγωγή ενέργειας να αυξάνονται το 2018 κατά 2%. Για να μείνουμε μέσα σε κάπως ασφαλή όρια χρειάζεται μια εντυπωσιακή αντιστροφή αυτών των τάσεων. Αντί να αυξάνονται οι εκπομπές αερίων, χρειάζεται να μειώνονται δραστικά κατά 7,6% ετησίως στη δεκαετία 2020-2030.

Οι πιο μεγάλοι ρυπαντές

Η εκπομπή αερίων που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή κατανέμεται εξαιρετικά άνισα. Οι χώρες που συμμετέχουν στο G20 παράγουν το 78% των εκπομπών αερίων και οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη η Κίνα και οι ΗΠΑ έχουν ταυτόχρονα και τους μεγαλύτερους όγκους εκπεμπόμενων αερίων. Οι ΗΠΑ μάλιστα διατηρούν και την υψηλότερη μέση κατά κεφαλή εκπομπή αερίων.

Και όμως την ίδια στιγμή οι βασικές επιλογές που κάνουν οι περισσότερες χώρες μάλλον δεν συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος.

Οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν και επισήμως πριν από μερικές μέρες ότι ξεκινούν την υλοποίησή της απόφασης του προέδρου Τραμπ για αποχώρηση από τη Συμφωνία του Παρισιού (η συμφωνία δεν προέβλεπε αποχώρηση πριν από περάσουν τρία χρόνια και η αποχώρηση τυπικά θα ολοκληρωθεί τον Νοέμβριο του 2020). Την ίδια ώρα η Κίνα είναι ταυτόχρονα η χώρα που δείχνει να κάνει τις μεγαλύτερες επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων, αλλά είναι και πρωταθλήτρια στην κατασκευή νέων εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής από άνθρακα, ενώ πρωτοστατεί και στην κατασκευή τέτοιων εργοστασίων και σε άλλες χώρες.

Τα αναγκαία μέτρα και η πραγματική δυσκολία

Όλοι οι ειδικοί επιμένουν ότι ο μόνος στόχος που δίνει ελπίδα αντιμετώπισης του προβλήματος είναι η απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα μέχρι το 2050, με το 2030 να είναι ένα πρώτο ορόσημο. Αυτό σημαίνει μια πλήρη μετάβαση από τον άνθρακα, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Απλώς για να μην γίνουν πολύ χειρότερα τα πράγματα.

Εάν κανείς αναλογιστεί το βαθμό στον οποίο εξαρτιόμαστε αυτή τη στιγμή από τα ορυκτά καύσιμα, αλλά και το μέγεθος των επενδύσεων που εξαγγέλλονται στις εξορύξεις, ή τους αγωγούς μεταφοράς, καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολο είναι να εφαρμοστούν αυτοί οι στόχοι. Αρκεί να αναλογιστούμε και άλλες πλευρές όπως είναι για παράδειγμα η συνεχιζόμενη αύξηση των αερομεταφορών, που είναι παράλληλη με την αύξηση του τουρισμού, που επίσης συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή.

Η πραγματική πρόκληση

Η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής δεν είναι η πρόκληση ενός φυσικού φαινομένου. Είναι η πρόκληση του ίδιου του κυρίαρχου κοινωνικού μοντέλου, του τρόπου που αντιλαμβανόμαστε την οικονομία και την ανάπτυξη.

Χωρίς μια ριζική μείωση της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας, χωρίς αλλαγή των καταναλωτικών πρακτικών, χωρίς στροφή προς τα μαζικά μέσα μεταφοράς, χωρίς μεγάλης κλίμακας ανακύκλωση και χωρίς πολύ μεγάλες δημόσιες επενδύσεις στην παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στην επεξεργασία νέων τεχνολογιών, ο στόχος της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να επιτευχθεί. Όμως, την ίδια στιγμή αυτό σημαίνει και τεράστια σύγκρουση με υπαρκτά συμφέροντα αλλά και βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις και πρακτικές.

Την ίδια στιγμή η πρόκληση είναι και βαθιά πολιτική. Αυτό δεν αφορά μόνο το εσωτερικό κάθε χώρας και την αποτελεσματικότητα της κρατικής παρέμβασης, αλλά –και κυρίως– το διεθνή συντονισμό. Και αυτό ίσως είναι το πιο ανησυχητικό, καθώς ένας κόσμος αυξημένων συγκρούσεων και ανταγωνισμών δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα μπορέσει να συνεννοηθεί για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος που είναι όντως παγκόσμιο.