«Το να αποκαλύπτεις κρατικά μυστικά μπορεί να είναι σκληρό, αλλά το να αποκαλύπτεις μυστικά για τον εαυτό σου μπορεί να είναι πιο δύσκολο». Ετσι ξεκινάει την κριτική της η Τζέιφερ Σαλάι στους «New York Times» ενόψει της κυκλοφορίας των απομνημονευμάτων του Εντουαρντ Σνόουντεν σε 20 χώρες (στην Ελλάδα από τον Ψυχογιό στις 26 του μήνα, με τίτλο «Το μεγάλο φακέλωμα»). Είναι αναμενόμενο ότι οι κριτικοί δεν θα του χαριστούν προσπαθώντας να διακρίνουν τις ειλικρινείς προθέσεις του διασημότερου πληροφοριοδότη της εποχής μας από το μάρκετινγκ που συνοδεύει μια τέτοια έκδοση.

Στον αντίποδα, συνέντευξη μαζί του φιλοξένησε μέσα στην εβδομάδα η «Guardian» – η εφημερίδα που στις 5 Ιουνίου 2003 δημοσίευσε τις πρώτες διαρροές για το σύστημα παρακολούθησης προσωπικών δεδομένων από την αμερικανική και, αργότερα, τη βρετανική κυβέρνηση.

Σε αυτήν ο ίδιος ισχυρίζεται ότι το «αμφισβητούμενο προφίλ του έχει αρχίσει να «μαλακώνει»» και άνθρωποι που τον αντιπαθούσαν μέχρι πρότινος αποδέχονται ότι «ζούμε σε έναν καλύτερο, περισσότερο ελεύθερο και πιο ασφαλή κόσμο εξαιτίας των αποκαλύψεών» του. Η αυτοεικόνα του μεσσία δεν λείπει, λοιπόν, ύστερα από έξι χρόνια, στη διάρκεια των οποίων ο Σνόουντεν παραμένει καταζητούμενος από τις ΗΠΑ, ενώ η κάθειρξή του επί δεκαετίες θεωρείται δεδομένη αν συλληφθεί (ή αν ο Πούτιν τον χαρίσει σαν «δωράκι» στον Τραμπ). Ο ίδιος βέβαια θεωρεί – στη συνέντευξη – ότι η Ρωσία δεν θα αφήσει από τα χέρια της το «σύμβολο» του αγώνα για τις προσωπικές ελευθερίες.

Οι αποκαλύψεις

Σύμφωνα με τις πρώτες παρουσιάσεις, ο 36χρονος Σνόουντεν αποκαλύπτει στο βιβλίο πώς δημιουργήθηκε το αμερικανικό σύστημα μαζικής επιτήρησης που μπορούσε να συγκεντρώνει τηλεφωνήματα, SMS και email, ενώ επιστρέφει στην παιδική του ηλικία (Ελίζαμπεθ Σίτι της Βόρειας Καρολίνας και Φορν Μιντ του Μέριλαντ) και τα κέντρα επιχειρήσεων της CIA και της NSA (Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας) όπου εργάστηκε ως μηχανικός συστημάτων. Το «Βιβλιοδρόμιο» δημοσιεύει, με την άδεια του εκδοτικού οίκου, απόσπασμα από το κεφάλαιο «12η Σεπτεμβρίου», όπου ο Σνόουντεν περιγράφει πώς αποφάσισε να ζητήσει εργασία στη CIA.

«Ο πατέρας μου… περιέγραψε γλαφυρά το πώς κύλησε για εκείνον η 11η Σεπτεμβρίου. Βρισκόταν στο αρχηγείο της Ακτοφυλακής όταν χτυπήθηκαν οι Πύργοι, οπότε μαζί με τρεις συναδέλφους του έφυγαν από τα γραφεία τους στη Διεύθυνση Επιχειρήσεων προκειμένου να βρουν κάποια αίθουσα συσκέψεων που διέθετε τηλεόραση, ώστε να παρακολουθήσουν την κάλυψη των γεγονότων από τα κανάλια. Ενας νεαρός αξιωματικός τούς προσπέρασε βιαστικός στον διάδρομο και είπε: «Μόλις βομβάρδισαν το Πεντάγωνο». Αντιμέτωπος με διάφορα επιφωνήματα δυσπιστίας, ο νεαρός αξιωματικός επανέλαβε: «Σοβαρολογώ… τώρα δα βομβάρδισαν το Πεντάγωνο». Ο πατέρας μου έτρεξε σ’ ένα παράθυρο που κάλυπτε σχεδόν έναν ολόκληρο τοίχο και έβλεπε προς τον ποταμό Πότομακ, απ’ όπου φαίνονταν περίπου τα δύο πέμπτα του Πενταγώνου, πάνω από τα οποία υψώνονταν πυκνά σύννεφα μαύρου καπνού.

Οσο περισσότερο περιέγραφε ο πατέρας μου αυτή του την ανάμνηση, τόσο περισσότερο μου προκαλούσε το ενδιαφέρον εκείνη η φράση: «Μόλις βομβάρδισαν το Πεντάγωνο». Κάθε φορά που την επαναλάμβανε, θυμάμαι να σκέφτομαι: Ποιοι; Ποιοι ήταν αυτοί που «βομβάρδισαν το Πεντάγωνο»;

Αμέσως μετά τις επιθέσεις, η Αμερική χώρισε τον κόσμο σε «Εμάς» και σε «Αυτούς», και οι πάντες ήταν υποχρεωτικά είτε με εμάς είτε εναντίον μας, όπως τόσο χαρακτηριστικά σχολίασε ο τότε πρόεδρος Μπους, ενώ τα ερείπια ανάδιναν ακόμη καπνούς. […]. Σχεδόν εκατό χιλιάδες κατάσκοποι επέστρεψαν στη δουλειά, στις διάφορες Υπηρεσίες, γνωρίζοντας ότι είχαν αποτύχει στο βασικό τους καθήκον, το οποίο ήταν η προστασία της Αμερικής. Αναλογιστείτε τις τύψεις που αισθάνονταν. Βίωναν την ίδια οργή με όλους τους άλλους, όμως ταυτόχρονα τους βάραιναν οι τύψεις. Η ετυμηγορία για τις αστοχίες τους μπορούσε να περιμένει. Αυτό που είχε σημασία εκείνες τις ώρες ήταν να εξιλεωθούν. Στο μεταξύ, οι προϊστάμενοί τους βάλθηκαν να διεκδικούν έκτακτα κονδύλια και έκτακτες εξουσίες, πατώντας πάνω στην απειλή της τρομοκρατίας, προκειμένου να διευρύνουν τις δυνατότητες και το πλαίσιο δράσης τους πέρα από τα όρια της φαντασίας όχι απλώς των πολιτών, αλλά ακόμη και εκείνων που ενέκριναν τα αιτήματά τους».

Η νέα εποχή

«Η 12η Σεπτεμβρίου αποτέλεσε την πρώτη ημέρας μιας νέας εποχής, μιας εποχής την οποία η Αμερική κλήθηκε να αντιμετωπίσει με ομόθυμη αποφασιστικότητα, χαλυβδωμένη από ένα νέο κύμα πατριωτισμού αλλά και συμπάθειας και αλληλεγγύης από τον υπόλοιπο πλανήτη. Εκ των υστέρων, αναλογίζομαι πως η χώρα μου θα μπορούσε να είχε αξιοποιήσει πολύ καλύτερα αυτή την ευκαιρία. Θα μπορούσε να είχε αντιμετωπίσει την τρομοκρατία όχι σαν θεολογικό φαινόμενο, όπως υποτίθεται πως ήταν, αλλά ως το έγκλημα που πράγματι είναι. Θα μπορούσε να είχε αξιοποιήσει αυτή τη σπάνια στιγμή αλληλεγγύης προκειμένου να ενισχύσει τις δημοκρατικές αξίες και να καλλιεργήσει τις αντοχές της διασυνδεδεμένης πλέον παγκόσμιας κοινής γνώμης.

Αντίθετα, η Αμερική κήρυξε τον πόλεμο. Αυτό για το οποίο μετανιώνω περισσότερο από καθετί άλλο στη ζωή μου είναι η αντανακλαστική, άκριτη υποστήριξή μου προς εκείνη την απόφαση. Ημουν εξοργισμένος, ναι, όμως αυτή δεν ήταν παρά η αρχή μιας διαδικασίας μέσα από την οποία το θυμικό μου κατατρόπωσε πλήρως τη λογική και την ευθυκρισία μου. Ασπάστηκα όλους τους ισχυρισμούς που προέβαλαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως δεδομένους και τους επαναλάμβανα, λες και πληρωνόμουν για να το κάνω. Ηθελα να αποδειχτώ απελευθερωτής. Ηθελα να σπάσω τα δεσμά των καταπιεσμένων. Υιοθέτησα πλήρως την αλήθεια που κατασκευάστηκε για το καλό του κράτους, που πάνω στο πάθος μου ταύτισα με το καλό της χώρας. Ηταν λες και οι όποιες πολιτικές απόψεις είχα διαμορφώσει ακυρώθηκαν μεμιάς – όλη εκείνη η στάση απέναντι στο κατεστημένο που είχα αναπτύξει στο Διαδίκτυο, αλλά και ο απολιτικός πατριωτισμός που είχα κληρονομήσει από τους γονείς μου, αμφότερα διαγράφηκαν πλήρως από το σύστημά μου -, με αποτέλεσμα να περάσω από μια διαδικασία επανεκκίνησης που με μετέτρεψε σε πρόθυμο όργανο εκδίκησης. Το δυσκολότερο σημείο αυτής της ταπείνωσης είναι η συνειδητοποίηση του πόσο εύκολη υπήρξε ετούτη η μεταμόρφωση και το πόσο πρόθυμα την καλωσόρισα […].

Απογοήτευση

Οι επιλογές μου όμως με απογοήτευαν. Σκεφτόμουν πως ο καλύτερος τρόπος να υπηρετήσω τη χώρα μου ήταν πίσω από ένα τερματικό, αλλά μια συνηθισμένη δουλειά στην υποστήριξη δικτύων φάνταζε υπερβολικά βολική και ασφαλής σε αυτόν τον νέο κόσμο των ασύμμετρων συγκρούσεων. Ηλπιζα πως θα μπορούσα να βρω κάτι που θα έφερνε περισσότερο στις ταινίες ή στις τηλεοπτικές σειρές, εκεί όπου χάκερ αναμετρούνταν μπροστά από τοίχους καλυμμένους από οθόνες που αναβόσβηναν, καθώς επιχειρούσαν να εντοπίσουν τις κινήσεις των εχθρών και να ακυρώσουν τα σχέδιά τους.

Δυστυχώς για μένα, οι βασικές υπηρεσίες που ασχολούνταν με αυτά – η NSA, η CIA – είχαν συγκεκριμένες απαιτήσεις προκειμένου να προσλάβουν κόσμο, όρους και κανόνες γραμμένους εδώ και μισό αιώνα, και συχνά απαιτούσαν οπωσδήποτε ένα κλασικό πτυχίο πανεπιστημίου, πράγμα που σήμαινε πως παρότι η βιομηχανία της τεχνολογίας θεωρούσε τις πιστοποιήσεις μου επαρκείς, η κυβέρνηση θα είχε άλλη άποψη. Οσο περισσότερο διάβαζα στο Διαδίκτυο όμως, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσα πως ο κόσμος μετά την 11η Σεπτεμβρίου ήταν ένας κόσμος εξαιρέσεων. Οι Υπηρεσίες αναπτύσσονταν σε τέτοιο βαθμό και με τέτοια ταχύτητα, ιδίως ως προς το τεχνικό σκέλος, ώστε σε κάποιες περιπτώσεις παρέκαμπταν την απαίτηση ο υποψήφιος να είναι πτυχιούχος, σε περιπτώσεις βετεράνων των ενόπλων δυνάμεων. Τότε αποφάσισα να καταταγώ.

Ισως σκεφτείτε πως η απόφασή μου ήταν λογική ή αναπόφευκτη, δεδομένου ότι η οικογένειά μου είχε παράδοση στην υπηρεσία της χώρας. Ομως δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μέσα από τη συμμετοχή μου, συμμορφωνόμουν αλλά ταυτόχρονα επαναστατούσα απέναντι σ’ εκείνη την εδραιωμένη παράδοση, κι αυτό γιατί αφού μίλησα με στρατολόγους από κάθε κλάδο, πήρα την απόφαση να καταταγώ στον στρατό ξηράς, την ηγεσία του οποίου ορισμένοι συγγενείς μου που υπηρέτησαν στην Ακτοφυλακή θεωρούσαν ανέκαθεν σαν τους παλαβούς θείους της οικογένειας των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων.

Οταν το ανακοίνωσα στη μητέρα μου, εκείνη έκλαψε μέρες ολόκληρες. Ηξερα πως ήταν ανώφελο να το πω στον πατέρα μου, καθώς μου είχε καταστήσει απολύτως σαφές στο πλαίσιο κάποιων θεωρητικών συζητήσεων πως εκεί θα χαράμιζα τις τεχνικές μου δεξιότητες. Ομως ήμουν είκοσι χρονών· ήξερα τι έκανα.

Τη μέρα που έφυγα, ετοίμασα για τον πατέρα μου ένα γράμμα – χειρόγραφο, όχι δακτυλογραφημένο – στο οποίο του εξηγούσα την απόφασή μου και το έριξα κάτω από την πόρτα του διαμερίσματός του. Εκλεινα με μια δήλωση που, ακόμη και τώρα, μορφάζω όποτε τη θυμάμαι. «Συγγνώμη, μπαμπά», έγραψα, «όμως είναι απαραίτητο προκειμένου να ωριμάσω»».

Edward Snowden

Το μεγάλο φακέλωμα

Μτφ. Χρήστος Καψάλης

Εκδ. Ψυχογιός, σελ. 376

Τιμή: 17,70 ευρώ

Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 26/9