Δραματικές εξελίξεις στο Ασφαλιστικό λόγω της γήρανσης του πληθυσμού θα αντιμετωπίσει η χώρα τα επόμενα χρόνια. Η αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων στο σύνολο του πληθυσμού ως αποτέλεσμα δύο βασικών μεταβλητών, του προσδόκιμου ζωής και του δείκτη γονιμότητας, αναμένεται να φέρει αναπόφευκτα τόσο τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και την Ελλάδα, μέχρι το 2070, αντιμέτωπες με δραματικές εξελίξεις, με άμεσες συνέπειες στα ασφαλιστικά τους συστήματα.

Η δημογραφική βόμβα αναμένεται να πυροδοτηθεί τα αμέσως επόμενα χρόνια, προκαλώντας δραματικές αναταράξεις στην ελληνική οικονομία και κατά συνέπεια στο Ασφαλιστικό, καθώς εκτιμάται πως μόνο εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής το σύστημα θα επιβαρυνθεί κατά 37,3 δισ. ευρώ σε παρούσες αξίες. Η συνολική αυτή επιβάρυνση μεταφράζεται σε περίπου 1,3 δισ. ευρώ ανά έτος για την περίοδο 2017-2057 ή σε μείωση των παροχών σε ασφαλισμένους και συνταξιούχους κατά το αντίστοιχο αυτό ποσό.

Στα σχετικά συμπεράσματα κατέληξε επιστημονική μελέτη από τους επιστήμονες Σάββα Ρομπόλη, ομότιμο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, και Βασίλη Μπέτση, υποψήφιο διδάκτορα του Παντείου. Στην ίδια μελέτη τους διερευνούν τη δυνατότητα κάλυψης του ελλείμματος χρηματοδότησης που προκαλεί η γήρανση του πληθυσμού με την αύξηση της παραγωγικότητας.

Οπως επισημαίνουν οι δύο ειδικοί στα οικονομικά της κοινωνικής ασφάλισης, το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού εξετάζεται από τον δείκτη εξάρτησης (old-dependency ratio). Ο δείκτης εξάρτησης ορίζεται ως ο λόγος του πληθυσμού ατόμων ηλικίας 65 και άνω προς τον πληθυσμό ατόμων ηλικίας 15-64 ετών. Παρατηρώντας την τιμή του δείκτη εξάρτησης, σύμφωνα με τη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2018, παρατηρούμε ότι από το 33,4% το 2016 αυξάνεται στο 63,1% το 2070 (σχεδόν διπλασιάζεται).

Αριθμοί – φωτιά

Αυτή η αύξηση της γήρανσης του πληθυσμού στην Ελλάδα προκαλεί σε απόλυτους αριθμούς τη μείωση του πληθυσμού ηλικίας 14-65 από 6,904 εκατ. άτομα το 2016 σε 4,118 εκατ. άτομα το 2070 και ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών αυξάνεται από 2,311 εκατ. άτομα το 2016 σε 2,610 εκατ. άτομα το 2070. Αντίστοιχα, το εργατικό δυναμικό μειώνεται από τα 4,698 εκατ. άτομα το 2016 σε 3,071 εκατ. άτομα το 2070. Με βάση τα δεδομένα αυτά, προκύπτει ότι για τη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου των μελλοντικών συνταξιούχων – ακόμη και στο χαμηλό σημερινό επίπεδο – θα πρέπει, για να καλυφθεί το έλλειμμα που προκαλείται και το οποίο εκτιμάται σε 1-1,25 δισ. ευρώ ανά δεκαετία, είτε:

α) να αυξηθούν οι εισφορές για την κύρια σύνταξη κατά 35% (δηλαδή από 20% που είναι σήμερα σε 27%) και για την επικουρική σύνταξη να αυξηθούν από 6% σε 8,1%, είτε

β) να μειωθούν οι συντάξεις κατά 30%, δηλαδή οι μελλοντικοί συνταξιούχοι να έχουν κατά 30% χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης από τους σημερινούς συνταξιούχους, είτε

γ) να αυξηθούν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης μέχρι το 2060 στα 73 έτη.

Αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις, οι Ρομπόλης και Μπέτσης εξέτασαν τη δυνατότητα κάλυψης του ελλείμματος χρηματοδότησης που προκαλείται από τη γήρανση του πληθυσμού από τον ετήσιο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας. Ετσι, θεωρώντας, σύμφωνα με τη σχετική μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα θα αυξηθεί κατά μέσο ετήσιο ρυθμό 1,7% έως το 2060, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι θα κάλυπτε το έλλειμμα της γήρανσης κατά 98%. Πιο συγκεκριμένα, το 2019 οι ασφαλιστικές εισφορές για την κύρια σύνταξη εκτιμώνται στα 11 δισ. ευρώ και η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη σε 25 δισ. ευρώ, ενώ για το 2070 η συνταξιοδοτική δαπάνη εκτιμάται στα 29 δισ. ευρώ (σε σταθερές τιμές).

Παράλληλα, με στόχο τη διατήρηση του επιπέδου της κρατικής χρηματοδότησης στα σημερινά επίπεδα και τη μη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού από το κόστος της γήρανσης του πληθυσμού, οι ασφαλιστικές εισφορές, σε συνθήκες λιγότερου εργατικού δυναμικού, θα πρέπει να προσεγγίζουν τα 15 δισ. ευρώ. Ετσι, με μια μέση ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 1,5% (συν τον πληθωρισμό), ως ελάχιστο ετήσιο ποσοστό αύξησης του μέσου μισθού (από 950 ευρώ μεικτά το 2018 σε 2.060 ευρώ μεικτά το 2070), θα καλυπτόταν κατά 95% το κόστος της γήρανσης του πληθυσμού τουλάχιστον για τα επόμενα 52 έτη.