Μετά την περσινή επιτυχία, η παράσταση «Μόλλυ Σουήνη» επαναλαμβάνεται για δεύτερη χρονιά. Η ομάδα Πυρ φέρνει κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου (Αντισθένους και Θαρύπου, Αθήνα, τηλ. 210-9212.900, είσοδος 10-13 ευρώ)  έως τις 8 Ιανουαρίου το έργο του Μπράιαν Φρίελ σε σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη και μετάγραση Αργύρη Ξάφη. Ο ίδιος επίσης πρωταγωνιστεί δίπλα στην Δέσποινα Κούρτη και τον Δημήτρη Γεωργιάδη.

Σύμφωνα με την ιστορία, η Μόλλυ, που είναι τυφλή από τους πρώτους μήνες της ζωής της, πείθεται από τον άντρα της να υποστεί μια χειρουργική επέμβαση με σκοπό να μπορέσει ξανά να δει. Τελικά, μετά την σχετική επιτυχία της επέμβασης, βρίσκεται «εξόριστη» σε έναν κόσμο όπου αδυνατεί να υπάρξει, αφού όλη η προηγούμενη ζωή της, απ’ όταν θυμάται τον εαυτό της, έχει φτιαχτεί πάνω στην τυφλότητα.

Ο Βορειοϊρλανδός Μπράιαν Φρίελ, ένας από τους σημαντικότερους δραματουργούς του σύγχρονου θεάτρου, εμπνευσμένος από μια αληθινή ιστορία, συνθέτει το μύθο του ιδιοφυώς μέσα από τρεις παράλληλους μονολόγους: της Μόλλυ, του άντρα της, Φρανκ, και του οφθαλμίατρου, κ. Ράις, που αναλαμβάνει το χειρουργείο. Έτσι το δράμα μάς αποκαλύπτεται σταδιακά από την σκοπιά του καθενός, αγγίζοντας με τολμηρή ειλικρίνεια και αναπάντεχο χιούμορ τις πιο σκοτεινές και πιο παράδοξες γωνιές της ανθρώπινης ψυχής, μέσα από μια σύλληψη που τελικά ξαναφωτίζει αυτό που ονομάζουμε «υποκειμενική αφήγηση».

Η παράσταση της ομάδας Πυρ αφηγείται την απλή ανθρώπινη ιστορία της Μόλλυ Σουήνη, μια αλληγορία για τον ιλιγγιώδη κίνδυνο της ουτοπικής προσδοκίας, για να μιλήσει για τον συγκινητικό αγώνα του ανθρώπου, του κάθε ένα από μας, να διατηρήσει κάτω από αντίξοες συνθήκες την ταυτότητά του.

Οι συντελεστές της παράστασης μιλούν στα «Νέα» για τις προκλήσεις της δεύτερης χρονιάς αλλά και για την τυφλότητα που μπορεί να οδηγήσει όμως στην ελευθερία.

Στην δεύτερη χρονιά της η παράσταση, τι προκλήσεις αντιμετωπίζει;

Ιώ Βουλγαράκη: Πιστεύω πως ο χρόνος πάντα κάνει καλό στη δουλειά μας, μας επιτρέπει να βαθύνουμε, να γίνουμε ακριβέστεροι, να “ανοίξουμε” περισσότερο προς τον κόσμο. Ο Μέγιερχολντ έλεγε πως μια παράσταση είναι έτοιμη, βρίσκει δηλαδή την ταυτότητά της, μετά τις 50 φορές που θα παιχθεί. Και είχε δίκιο μάλλον. Έτσι η δεύτερη χρονιά είναι για εμάς μια επόμενη φάση της παράστασης, στην οποία μπορούμε ακόμη πιο γενναία να δοκιμάσουμε τη λειτουργία της. Με αυτό εννοώ πως το Δώμα είναι ένας πολύ μικρός χώρος, είμαστε σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές, γεγονός που απαιτεί από τους ηθοποιούς πολύ μεγάλη συγκέντρωση, ιδιαίτερη λεπτότητα και διαρκή άσκηση της δυνατότητάς τους να αφουγκραστούν τους θεατές ως άλλους παρτενέρ, ενώ συγχρόνως αφηγούνται την ιστορία μέσα από μια πολύ συγκεκριμένη παρτιτούρα. Αυτό ήταν και παραμένει τεράστια πρόκληση, η μεγαλύτερη που αντιμετωπίζουμε.

Οι τρεις διαφορετικές αφηγήσεις των πρωταγωνιστών, σε ποιο σημείο συναντιούνται;

Δημήτρης Γεωργιάδης: Ίσως συναντιούνται για ελάχιστες στιγμές, τότε που η εγχείρηση πετυχαίνει και η Μόλλυ βλέπει. Για λίγο οι τρεις τους συντονίζονται στο πολυπόθητο θαύμα. Ο άντρας της, ο Φρανκ, που την αγαπά τόσο απόλυτα, ταυτόχρονα αγαπά και τη δυνατότητα να την σώσει, να αλλάξει τη ζωή της προς το αντικειμενικά «καλύτερο». Ο γιατρός της, ο κύριος Ράις, ονειρεύεται να ξαναβρεί τον εαυτό του μέσα από την επιτυχία, να νιώσει ότι υπάρχει ξανά χαρίζοντας σε αυτή τη γυναίκα το δώρο της όρασης. Μόνο για τη Μόλλυ η ιδέα του να δει είναι κάτι άπιαστο, κάτι μακρινό, «ένα θέλω-φάντασμα». Ωστόσο, κι εκείνη θέλει να δει. Εκεί λοιπόν συναντιούνται, στην στιγμιαία ευτυχία. Θα ‘λεγα ότι το φως που βρίσκει η Μόλλυ μετά από 40 χρόνια τυφλότητας φωτίζει για μια μέρα τους πάντες και τα πάντα.

Η Μόλλυ αν και τυφλή, επί της ουσίας έχασε το φως της μόλις το βρήκε. Όλη αυτή η τραγική φάση, πώς διαφαίνεται στην πορεία του έργου;

Ιώ Βουλγαράκη: Για τη Μόλλυ μετά την επιτυχία της εγχείρησης ξεκινά μια φάση “πρωταθλητισμού”: νοσοκομεία πρωί-απόγευμα, εξετάσεις, τεστ, τεστ και πάλι τεστ. Η καθημερινότητά της μεταμορφώνεται σε κάτι σαν πρωτόγνωρη και βάναυση μαζί ανάβαση σε απάτητες κορυφές 24 ώρες το 24ωρο. Αν κάτι κυριαρχεί σε αυτή τη φάση της ιστορίας είναι η οξύτατη κόπωση -οπτική και ψυχική- που κανείς τους δεν είχε προβλέψει και η διάλυση της αυτονομίας της Μόλλυ. Η Μόλλυ χάνει την αυτάρκειά της. Στην αρχή του έργου γνωρίζουμε ένα πλάσμα που δεν του λείπει τίποτα, κάνει τα πάντα, άφοβα κι επιδέξια. Και όταν αρχίζει να βλέπει, πρέπει να μάθει και να αισθανθεί τον κόσμο μ’ έναν τρόπο ξένο. Ο Φρίελ ιδιοφυώς μας δίνει όλη αυτή την σαρωτική αλλαγή μέσα από την υποκειμενική αφήγηση του καθενός από τους εμπλεκόμενους, όπως κάνει σε όλο το έργο.

Ο κίνδυνος της ουτοπικής προσδοκίας, μπορεί τελικά να είναι μεγαλύτερος από αυτόν του κατακερματισμού των σταθερών σημείων αναφοράς ενός ανθρώπου;

Αργύρης Ξάφης: Οι προσδοκίες μας οφείλουν να είναι ουτοπικές, ειδικά στην τέχνη, οπότε μια γενικευμένη απάντηση θα ήταν -όπως όλες οι γενικευμένες απαντήσεις- χαζή. Και μικρόπνοη. Η έλλειψη ενσυναίσθησης μας κάνει να αποφασίζουμε υπεράνθρωπα για μας και για τους άλλους, η ημιμάθεια, η λανθασμένη αντίληψη του μέτρου και υπερεκτίμηση του σταθερού. «Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να κοιτάει ψηλά και προς τα μπρος» λέει ο Φάουστ και θα συμφωνήσω μαζί του. Ο κίνδυνος μας περιβάλει και στην ακινησία, λύση σε όλα είναι η συνύπαρξη, η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα.

Η Μόλλυ βλέποντας πια, χάνει την ταυτότητά της που ήταν μέχρι τότε η τυφλότητά της. Πώς διαχειρίζεται το νέο της εαυτό;

Δέσποινα Κούρτη: Είναι πολύ δύσκολο να συλλάβουμε τί μπορεί να συμβαίνει σε έναν άνθρωπο που είναι τυφλός από δέκα μηνών και ανακτά την όρασή του στα σαράντα του χρόνια! Αυτό συνέβη στη Μόλλυ. Ο Diderot λέει πως το να μαθαίνεις να βλέπεις δεν είναι σαν να μαθαίνεις καινούργια γλώσσα, είναι σαν να μαθαίνεις να μιλάς απ´ το μηδέν. Η Μόλλυ ρίχτηκε σε αυτόν τον υπεράνθρωπο αγώνα με ενθουσιασμό, με δύναμη. Η προσπάθεια ήταν εντατική, λυσσαλέα, ίσως περισσότερο απ´ όσο θα έπρεπε. Η περίοδος αυτή ήταν γεμάτη χαρές, συναρπαστικές, αποκαλυπτικές στιγμές, μικρά θαύματα, ευτυχία,αλλά και φόβο, απογοήτευση, τρομερή κόπωση του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος, πανικό. Δε θα έλεγα ότι η τυφλότητά της ήταν ακριβώς η ταυτότητά της. Απλώς ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, τον προσλαμβάνουμε, τον κατανοούμε, αλληλεπιδρούμε με αυτόν είναι ένα μέρος της προσωπικότητάς μας, της ταυτότητάς μας. Αν αυτός ο τρόπος αλλάξει βίαια από τα θεμέλια και μάλιστα στα σαράντα σου χρόνια το ρήγμα είναι, νομίζω, βαθιά υπαρξιακό. Αυτός ο νέος εαυτός για τη Μόλλυ στην πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρξει. Τον αγώνα τον χάνει, καταρρέει. Και την αγαπώ, γιατί όπως όλα αυτά τα σαράντα χρόνια η τάση της ήταν πάντα προς τη ζωή, έτσι κι η έξοδός της απ´ αυτήν είναι λουσμένη στο φως