Στην περίοδο των μεγάλων κινητοποιήσεων ενάντια στα Μνημόνια, τότε που χιλιάδες άνθρωποι συνέρρεαν στις «Πλατείες της Οργής» το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων επανερχόταν διαρκώς.

Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει και το γεγονός ότι η Γερμανία είναι η ηγετική δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στα μάτια αρκετών φάνταζε η κύρια υπεύθυνη για τα μέτρα που επιβάλλονταν στην Ελλάδα.

Το γεγονός ότι το μέγεθος των διεκδικούμενων αποζημιώσεων είναι ανάλογο ή και μεγαλύτερο του ελληνικού χρέους, φαινόταν επίσης ως ένα πειστικό επιχείρημα να ανακινηθεί ξανά το ζήτημα και η Ελλάδα να διεκδικήσει ουσιαστικά έναν συμψηφισμό.

Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους είχε υπολογίσει τις ελληνικές αξιώσεις που αφορούν τις πολεμικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο στα 269.547.005.854 ευρώ. Η διακομματική επιτροπή της Βουλής με το πόρισμά της ανεβάζει το ποσό στα 309.498.817.179 ευρώ.

Η νομική βάση των ελληνικών διεκδικήσεων στηρίζεται στο ότι ουδέποτε διαγράφηκαν οι γερμανικές οφειλές προς άλλες χώρες. Απλώς μέχρι την επανένωση της Γερμανίας και την τελική υπογραφή συνθήκης ειρήνης με την ενωμένη Γερμανία (που έγινε με την λεγόμενη συμφωνία 2+4 το 1990 ανάμεσα στις δύο Γερμανίες, τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γαλλία και την ΕΣΣΔ), είχε θεωρηθεί ότι οι διεκδικήσεις τίθενται σε αναστολή.

Μια διεκδίκηση που κανείς δεν αρνιόταν και κανείς δεν προωθούσε

Ωστόσο, παρότι τυπικά ουδέποτε εγκαταλείψαμε τις διεκδικήσεις μας, οι περισσότερες ελληνικές κυβερνήσεις ακόμη και μετά το 1990 θεώρησαν ότι δεν υπήρχε πραγματικό περιθώριο διεκδίκησης και ότι πολύ πιο σημαντική η πολιτική συνεργασία με την Γερμανία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συμβολική συμπύκνωση αυτής της «ισορροπίας» ανάμεσα σε ρητορική και πρακτική ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε η απόφαση 137/97 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς.

Θυμίζουμε ότι η απόφαση επιδίκασε αποζημιώσεις και φυσικά πρόσωπα και τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του γερμανικού δημοσίου. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 11/2000 απόφαση απέρριψε την έφεση του γερμανικού δημοσίου και η απόφαση κατέστη αμετάκλητη και εκτελεστή.

Στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης τέθηκε θέμα κατάσχεσης του κτιρίου του Ινστιτούτου Γκαίτε που είναι περιουσία του γερμανικού δημοσίου. Όμως, το γερμανικό δημόσιο προσέφυγε εναντίον της επικαλούμενο ότι δεν είχε δοθεί η προβλεπόμενη από άρθρο 923 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας άδεια του ελληνικού υπουργείου Δικαιοσύνης μια που πρόκειται αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου.  Το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή, αλλά το Εφετείο τη δέχτηκε.

Στην πραγματικότητα, είναι σαφές ότι καμιά κυβέρνηση δεν πήρε την ευθύνη να ενεργοποιήσει μια τέτοια διαδικασία που θα σηματοδοτούσε μια ευθεία σύγκρουση με τη Γερμανία.

«Μη μου λέτε να σας πω τις προσωπικές μου απόψεις, γιατί οι προσωπικές μου απόψεις δεν θα διέφεραν πολύ από αυτές του κάθε Έλληνα πολίτη» είχε υποστηρίξει το 2013 ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης κ. Χ. Αθανασίου που έκανε λόγο για ένα «πολύπλοκο θέμα» και ένα «σύνθετο ζήτημα», για να καταλήξει: «Όλοι γνωρίζουμε ότι το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων σαφώς έχει προεκτάσεις εξωτερικής πολιτικής, αλλά και διεθνών σχέσεων και οι πτυχές του πρέπει να αντιμετωπιστούν συνολικά και συστηματικά».

Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα είχε εντάξει το θέμα της διεκδίκησης των πολεμικών αποζημιώσεων στις προγραμματικές θέσεις όταν εξελέγη για πρώτη φορά. Όμως, ακόμη και ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης κ. Νίκος Παρασκευόπουλος ήταν προσεκτικός στα λόγια του.

Τον Μάρτιο του 2015 είχε πει χαρακτηριστικά: «Η απόφαση του Αρείου Πάγου παραμένει εκτελεστή και προσωπικά είμαι έτοιμος να δώσω την άδεια για την εκτέλεσή της. Το χρόνο για την εκτέλεση αυτής της επίσπευσης της διαδικασίας, βεβαίως θα τον εξαρτήσω ενόψει και της νομικής πολυπλοκότητας του θέματος, αλλά και των εθνικών του διαστάσεων, και από την πολιτική διαπραγμάτευση που θα επιχειρήσει η κυβέρνηση, και από τη γνώμη της Βουλής».

Η κυβερνητική στροφή μετά το καλοκαίρι του 2015 και η ψήφιση του τρίτου Μνημονίου είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξουν άλλες κυβερνητικές προτεραιότητες και το θέμα έγινε κυρίως υπόθεση μαζικών φορέων και επιτροπών που χρόνια δραστηριοποιούνται σε αυτό το ζήτημα.

Η κυβέρνηση επαναφέρει το ζήτημα εν μέσω προεκλογικής περιόδου;

Όμως, μετά το καλοκαίρι του 2018 και την τυπική έξοδο της Ελλάδας από τα Μνημόνια φαίνεται ότι το θέμα επανήλθε στην επικαιρότητα.

Τον περασμένο Ιούνιο ο Πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης, μιλώντας στην Πύλη Τρικάλων και στην επέτειο της «Μάχης της Πόρτας» είχε υποστηρίξει ότι «μένουν ζωντανές ηθικά, νομικά, ιστορικά και πολιτικά οι διεκδικήσεις για τις λεγόμενες αποζημιώσεις, από τα δάνεια και τα αρχαία μέχρι τις μαρτυρικές πόλεις, απέναντι στις χώρες που τότε είχαν κυριαρχήσει οι φασίστες, οι ναζιστές».

Μάλιστα,  ο κ. Βούτσης είχε υποστηρίξει ότι μέχρι το σύντομα θα έρθει στη Βουλή το πόρισμα της Επιτροπής της Βουλής για τις πολεμικές αποζημιώσεις ώστε να καταστεί ψήφισμα και απόφαση του κοινοβουλίου και διεκδίκηση της χώρας σε όλα τα διεθνή φόρα.

Την ίδια περίοδο είχαν υπάρξει και δημοσιεύματα που επαναλάμβαναν την πάγια νομική θέση του Προέδρου της Βουλής κ. Προκόπη Παυλόπουλου για το πώς παραμένουν νομικά ισχυρές και ενεργές οι ελληνικές αξιώσεις έναντι της Γερμανίας.

Η επίσκεψη Σταϊνμάιερ

Το θέμα επανήλθε στο προσκήνιο με αφορμή την τωρινή επίσκεψη του Γερμανού προέδρου κ. Σταϊνμάιερ. Παρότι οι αρμοδιότητες του είναι μικρές το αξίωμά του αποτελεί περισσότερο τιμητική θέση παρά πόλο εξουσίας, η κυβέρνηση επέλεξε, σε συντονισμό και με την Προεδρία της Δημοκρατίας να ανοίξει το θέμα.

Δεν είναι τυχαίο ότι το θέμα το έπιασε και ο γερμανικός Τύπος με το γνωστό περιοδικό Spiegel να δημοσιεύει άρθρο για τα 280 δισεκατομμύρια ευρώ που διεκδικεί η Ελλάδα από τη Γερμανία.

Ο πρωθυπουργός μάλιστα, στη συνάντηση που είχε με τον γερμανό πρόεδρο στάθηκε ιδιαίτερα σε αυτό το θέμα: «Να αφήσουμε πίσω μας τις δύσκολες στιγμές που περάσαμε τα προηγούμενα οκτώ χρόνια, να αφήσουμε πίσω μας τα εκατέρωθεν στερεότυπα που δηλητηριάζουν τις σχέσεις μας και να σχεδιάσουμε ένα μέλλον μίας ισότιμης συνεργασίας που αξίζει στους λαούς μας», υποστήριξε ο πρωθυπουργός για να συμπληρώσει, «αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξεχάσουμε ή να κρύψουμε «κάτω από το χαλί» όποιες διαφορές έρχονται από το μακρινό παρελθόν. Αυτό σημαίνει ότι όποιες διαφορές έχουμε, να ορίσουμε από κοινού και με αλληλοσεβασμό και αλληλοεκτίμηση το πεδίο επίλυσής τους, με βάση πάντοτε το διεθνές δίκαιο, το οποίο όλοι σεβόμαστε.»

Από τη μεριά του ο γερμανός πρόεδρος επανέλαβε τη συγγνώμη του γερμανικού κράτους για τα εγκλήματα του ναζισμού: «Αναφερθήκατε στο παρελθόν και για αυτό πρέπει να σας πω ότι ξεκίνησα την επίσημη επίσκεψή μου σήμερα το πρωί (σ.σ. χθες) με πρώτο σταθμό μου, σεβόμενος τη μνήμη των πεσόντων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι. Ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στο οποίο έγιναν φρικαλέα εγκλήματα. Αυτό που κάνουμε είναι να τιμήσουμε αυτούς τους νεκρούς αλλά και κυρίως και πάνω από όλα να ζητήσουμε συγνώμη».

Ακόμη πιο σαφής ήταν και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην προσφώνησή του προς τον γερμανό ομόλογό του όπου υποστήριξε ότι: «Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αντίστασης, εναντίον εκείνων που, όπως κι εσείς γνωρίζετε, θέλουν να γυρνούν πίσω σ’ ένα εφιαλτικό παρελθόν, εντάσσει η Ελλάδα απαιτήσεις της που αφορούν το κατοχικό δάνειο και τις αποζημιώσεις της εποχής της κατοχής τις οποίες, παγίως, θεωρούμε νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες.  Τις απαιτήσεις αυτές δεν τις διεκδικούμε μονομερώς και αυθαιρέτως.  Όλως αντιθέτως, τις εντάσσουμε στο πλαίσιο του κοινού μας Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού.  Με βάση λοιπόν τους κανόνες αυτού του Πολιτισμού και, οπωσδήποτε, σε αρμόδιο δικαιοδοτικό  forum καθένας θα υποστηρίξει τις θέσεις του».

Πέραν της νομικής διάστασης, που παραπέμπει σαφώς σε μια προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, έχει ενδιαφέρον ότι και αυτή η παρέμβαση αναδεικνύει ιδιαίτερα το θέμα.

Πολιτικές σκοπιμότητες

Ο δίκαιος χαρακτήρας των ελληνικών αξιώσεων αποτελεί κοινό τόπο όλων των πολιτικών δυνάμεων. Άλλωστε, παρά τα χρόνια που πέρασαν οι πληγές της Κατοχής δεν έχουν ξεχαστεί, την ίδια στιγμή που παραμένει ανοιχτό το αίτημα της διαρκούς καταδίκης του ναζισμού, ιδίως με δεδομένη την πολιτική επανεμφάνιση των νοσταλγών του.

Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα ως προς το σχεδιασμό της ελληνικής κυβέρνησης. Ο λόγος είναι ότι η συγκεκριμένη κυβέρνηση ήδη από το 2015 εγκατέλειψε κάθε ενδεχόμενο σύγκρουσης με τους ευρωπαίους εταίρους μας και επέλεξε την αποδοχή των όρων που επέβαλαν οι δανειστές.

Παρότι βγήκαμε από τα μνημόνια η χώρα εξακολουθεί να χρειάζεται τη συναίνεση των δανειστών για διάφορα ζητήματα, καθότι παραμένουμε σε συνθήκη επιτήρησης. Η ίδια η κυβέρνηση δεν έχει δείξει καμία διάθεση να επιστρέψει σε μια πιο συγκρουσιακή πολιτική έναντι των εταίρων μας.

Όμως, η δίκαιη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων δεν είναι ένα απλό νομικό ζήτημα, έστω και στα όρια του διεθνούς δικαίου, ούτε είναι απλώς η επίδοση ενός δικογράφου στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης.

Αποτελεί διεκδίκηση και σηματοδοτεί σύγκρουση με τη Γερμανία που δε δείχνει διατεθειμένη να ανταποκριθεί στην καταβολή τέτοιων αποζημιώσεων.

Τίθεται, επομένως, το ερώτημα εάν η κυβέρνηση θέλει να δοκιμάσει πραγματικά σε μια τέτοια σύγκρουση, με το όποιο κόστος αυτό μπορεί να συνεπάγεται, ή εάν θέλει απλώς να συντηρήσει ένα θέμα, να φανεί ότι διεκδικεί και πηγαίνοντας στις εκλογές να προσπαθεί να ξαναπιάσει ένα νήμα από τη ρητορική της πριν το 2014 και την αισθητική της «ανυποχώρητης σύγκρουσης» με τους δανειστές.

Σε κάθε περίπτωση το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων είναι πολύ σοβαρό, στη συνολική ιστορική, πολιτική και ηθική διάστασή του, για να υποβαθμίζεται σε απλό προεκλογικό στρατήγημα.