Ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν αρνείται τις συνεντεύξεις, τη συμμετοχή του σε ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά ντιμπέιτ, επιμένει πως η προσοχή του είναι στραμμένη αποκλειστικά στις παραδόσεις του περί Φιλοσοφίας και Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο der Künste του Βερολίνου. Οσο για τη βιογραφία του, δεν είχε τη διάθεση επί αρκετά χρόνια να αποκαλύψει λεπτομέρειες, ούτε καν την χρονολογία γέννησής του. Σήμερα, όπου η αναγνώρισή του ως εξαίρετου στοχαστή και μελετητή της σύγχρονης κοινωνίας είναι εδραιωμένη, γνωρίζουμε πως γεννήθηκε στη Σεούλ το 1959, σπούδασε μεταλλουργία και σε ηλικία 26 ετών έφτασε στη Γερμανία ανίκανος να αρθρώσει μία λέξη στα γερμανικά. Οι γονείς του πίστευαν πως η μεταλλουργία εξακολουθούσε να τον ενδιαφέρει, εκείνος όμως αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου με δίπλωμα στη γερμανική λογοτεχνία και θεολογία και διδακτορικό στη φιλοσοφία από το Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Το 2012 εντάχθηκε στο καθηγητικό δυναμικό του der Künste, όπου αξιολογείται από τη διοίκηση του ιδρύματος ως σημαίνον στέλεχος και ως σταρ από τους φοιτητές του. Οι σχολιαστές και κριτικοί του διδακτικού και συγγραφικού έργου του εκτιμούν ότι, καθώς εκφράζεται στα γερμανικά, σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του, το λεξιλόγιό του, σαφές και απλό, βρίσκεται μακριά από τις «πανουργίες και παραπλανητικότητες» (fourberies) της πλειοψηφούσας διανοητικής μαγγανείας. Aν οι σύντομες, σχεδόν τηλεγραφικές φράσεις του γίνονται άοσμες πότε πότε, η ευθύτητα του λόγου είναι ευπρόσδεκτη, σε αντίθεση με την εν πολλοίς ευφάνταστη ξύλινη γλώσσα και την αποστειρωμένη σκέψη του καιρού μας.

«Ελευθερία επιλογής»

Ο Χαν ανήκει στην χορεία των παρατηρητών και καταγραφέων των πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών εξελίξεων από τα μέσα του 20ού αιώνα και, ιδιαιτέρως, μετά την κατάρρευση των πάσης φύσεως σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών συστημάτων και δογμάτων, ραγδαίων εξελίξεων που περιέργως αλλά κατά σύστημα επιβάλλουν με χειρουργική ακρίβεια, στο όνομα της δημοκρατίας, της προόδου και της ανάπτυξης, υποδουλώσεις και καταναγκασμούς σε κάθε άτομο ξεχωριστά υπό τον μανδύα της ψευδαίσθησης «ελευθερίας επιλογής». Ο Φουκό μελέτησε και απέδειξε πως η στοχευμένη επιτήρηση μέσω φιλελεύθερων θεσμών είναι μια τιμωρία αθόρυβη, κοινωνικά επιθυμητή κιόλας, επειδή δεν βασανίζει το σώμα, ας εξουσιάζει τον βίο κατ’ αποκλειστικότητα και εν συνόλω. Η κατά τον Μισέλ Φουκό εμφάνιση και επιβολή της βιο-εξουσίας απασχόλησε τον Λέζεκ Κολακόφσκι ως χαρακτηριστικό του μοντερνισμού και εξηγήθηκε ως ρευστότητα του βίου από τον Ζίγκμουντ Μπάουμαν, ως κατάσταση διαρκούς εξαίρεσης και γυμνής ζωής από τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν. Χάρη σε αυτούς τους προλαλήσαντες, διαθέτουμε σήμερα μια κρίσιμη μάζα στοχαστών που προλαβαίνει να αποτυπώσει το πολύπλοκο γίγνεσθαι μιας σε διαρκή αναταραχή εποχής, εντός της οποίας περνάει ο βίος μας σαν να είναι ένας ξένος φορτικός. Ο Χαν συμπληρώνει και επεκτείνει τις καταθέσεις των πρώτων διδαξάντων αποδίδοντας πρωτεύουσα σημασία στην κυριαρχία του τεχνολογικού σύμπαντος των δεδομένων (data), ενός καταπιεστικού, απαιτητικού, εξουθενωτικού, συνεχώς αναβαθμιζόμενου και εντέλει απάνθρωπου «δεδομενισμού» (dataism). Ετσι όλα είναι μετρήσιμα, τα πάντα συγκρίσιμα με τα πάντα, καταλύοντας κάθε χαρακτηριστικό του μη μετρούμενου, κάθε μοναδικότητα των πραγμάτων. Πρόκειται για έναν συστημικό εξαναγκασμό με κριτήριο τη σταθερότητα που διαμορφώνει μια κοινωνία συμμόρφωσης, ολοκληρωτισμού. Το ερώτημα είναι αν η εκ μέρους των στοχαστών διαγνωστική καταγραφή των τάσεων και των εκτιμήσεων της πορείας του σύγχρονου κόσμου συμβάλλει στη διατύπωση λύσεων. Η απάντηση (που υπερασπίζεται ο Χαν) είναι πως η συνειδητοποίηση της μορφολογίας της πραγματικότητας μέσω της γνώσης αποτελεί ευκαιρία για την αποφυγή των χειρότερων: δεν πρόκειται για παιχνίδι που παίζεται, αλλά για επιβολές που δεν παίζουν, εξ ου και οι απειλές που αυτονομούνται.

Επιτήρηση

Τα δύο ολιγοσέλιδα δοκίμια του Χαν, «Η κοινωνία της κόπωσης» και «Η κοινωνία της διαφάνειας», επιχειρηματολογούν πως το μοντέλο σκέψης του παρελθόντος, εξυπηρετούμενο από θεωρίες και δόγματα, συνδύαζε βεβαιότητες που όσο και αν αντιμάχονταν μεταξύ τους μέσω παρεκκλίσεων και αιρέσεων προσέφεραν την αυταπάτη επιλογών. Η «αρνητικότητα» των απόψεων και των συμπεριφορών, αυτή η αδιαφάνεια, αποδεκτή, περιφρονούμενη ή καταδικαστέα, οικοδομούσε ένα πνεύμα πολυμορφίας, μια συνισταμένη. Η νομιμοποιημένη απαίτηση για «διαφάνεια» στον δημοκρατικό κόσμο, επικεντρωμένη σε θέματα διαφθοράς, ανεκτικότητας (προς αποφυγήν ενοχλήσεων), ελεύθερης πληροφόρησης, με πρόσχημα την «καθαρότητα» και τη «δημοκρατικότητα», αφήνει να διαφανεί η επιτήρηση και ο έλεγχος μιας εξουσίας που διαμορφώνει «διάφανους» υποτακτικούς και διαμορφώνεται και ενισχύεται από αυτούς. Η αποδοχή της κάθε «αμαρτίας», η διαρκής αναζήτηση του «απρόσμενου» και του «νέου» ως λατρευτικής αξίας, η απογύμνωση του ιδιωτικού με τη μορφή υπερθεατρότητας, που μεγιστοποιεί την εκθεσιακή αξία του σώματος, συνιστά μια γενική χυδαιότητα, ένα βλέμμα πορνογραφικό, την πλήρη και ασύγγνωστη απουσία μυστηρίου. Και καθώς η πορνογραφία στηρίζεται στην επίδειξη των επιδόσεων των παικτών, υποβοηθούμενη από την ψευδαίσθηση των αμέτρητων επιλογών, παράγει κουρασμένους, αποτυχημένους και καταθλιπτικούς ανθρώπους.

Η μαζικότητα αυτής της αλλαγής ταυτίζεται με την υπερπροσφορά πληροφόρησης, όπου ασύνδετα μέρη, πολλαπλώς επαναλαμβανόμενα, δεν κάνουν άλλο από το να απαιτούν διαρκώς καλύτερες επιδόσεις, διαρκώς μεγαλύτερη αποδοτικότητα και αυτοεκμετάλλευση, καταλήγοντας στο σύνθετο σύνδρομο εκνευρισμού, ανίας, απογοήτευσης, επιθετικότητας, απομόνωσης, γνωστό ως «burn-out», πάει να πει παράδοση στην αθεράπευτη κόπωση. Και η αυτοεκμετάλλευση είναι πιο αποτελεσματική από την εκμετάλλευση από τρίτους, γιατί συνοδεύεται από την αίσθηση της ελευθερίας. Η αντίδραση σε αυτή την κατάσταση δεν απαγορεύεται, αφού η κοινωνία είναι «ανοικτή», αλλά αποκλείεται: η συσσώρευση δεδομένων (ο «δεδομενισμός» που αναφέρθηκε) δεν είναι διαχειρίσιμη, αφενός επειδή διογκούται ασταμάτητα και αφετέρου επειδή ως πληροφόρηση και μόνο δεν αφήνει περιθώρια χρόνου στη γνώση να γίνει επιθυμητή, να ωριμάσει και να δημιουργήσει. Δεν αφήνει περιθώρια για διακρίσεις, για τέτοια μορφή «αρνητικότητας», ασύμβατης με την κυρίαρχη «θετικότητα». Επειδή διαθέτει την «αλήθεια», δεν επιτρέπει τη λήθη. Ο άνθρωπος που θα επιλέξει τη λήθη μιας αστοχίας, ενός λάθους, μιας κακής πράξης είναι καταδικασμένος να έχει μπροστά του τα δεδομένα (data) «αλήθειας» που την αποκλείουν. Ενώ τα ίχνη της μνήμης λόγω της ιστορικότητάς τους αναδιατάσσονται, ξαναγράφονται, το ένα δίπλα στο άλλο, τα αποθηκευμένα δεδομένα παραμένουν ίδια με τον εαυτό τους, πλάθουν το βίωμα «έτσι είναι και δεν είναι αλλιώς». Δεν είναι λοιπόν οι περιπτώσεις που ενδιαφέρουν.

Αναίσθητη ευαισθησία

Οι διαδικασίες ενδιαφέρουν: η άρνηση του μυστικού, του πέπλου και της συγκάλυψης, αυτός ο εξαναγκασμός της διαφάνειας εξαφανίζει τα περιθώρια κατανόησης. Εξαφανίζει και την φαντασία, που μεγαλύνει το παιχνίδι. Δημιουργεί ταυτόχρονα, καθώς στηρίζεται στις εικόνες οι οποίες διαδέχονται κατά ριπές η μία την άλλη, μια «συνεχή αδηφαγία», μια αδυναμία κορεσμού. Οι εικόνες αποτινάζουν κάθε αφηγηματικότητα, κάθε κατεύθυνση, κάθε νόημα, οπότε η υπερβολή τους εκδηλώνεται ως πάχυνση, διόγκωση, μαζοποίηση, ηλεκτρονική αστυνόμευση. Αν κάποιος υποστηρίξει πως η στιγμιαία λάμψη του θεάματος, το ακαριαίο ερέθισμα, η ταχεία αλληλοδιαδοχή των γεγονότων είναι ένα χρονικό διάστημα ομορφιάς, δεν πρόκειται να υποψιαστεί πως τα πράγματα αποκαλύπτουν εκ των υστέρων την ευωδιά τους του ωραίου και ότι αυτή η ευωδιά αποτελείται από προσχώσεις, από εδραιωμένη γνώση, που η κόπωση του ανθρώπου δεν απολαμβάνει, καταλήγοντας σε μια γνωστική άγνοια. Σε μια αναίσθητη ευαισθησία.

Οι εκδόσεις Opera είχαν το θάρρος να εκδώσουν τα δοκίμια του Χαν πριν καλά καλά την αναγνώρισή του ως κορυφαίου σύγχρονου στοχαστή. Ο αναγνώστης έχει μπροστά του μια εκδοτική προσπάθεια που τιμά την ποιότητα.

Byung-Chul Han

Η κοινωνία της διαφάνειας

Μτφ. Ανδρέας Κράουζε,

Εκδ. Opera, 2015, σελ. 101

Τιμή: 10,60 ευρώ

Byung-Chul Han

Η κοινωνία της κόπωσης

Μτφ. Ανδρέας Κράουζε

Εκδ. Opera, 2015, σελ. 109

Τιμή: 10,60 ευρώ