Το βιβλίο στα χρόνια των Μνημονίων πέρασε από σαράντα κύματα, αλλά φαίνεται πως αντέχει. Χωρίς να υπάρχουν επίσημα στοιχεία, εκτιμάται από κάποιους ότι ο τζίρος του βιβλίου, ο τζίρος δηλαδή που γίνεται στα βιβλιοπωλεία, πέρασε από τα 250 εκατομμύρια, όπου είχε φτάσει στις πιο καλές του στιγμές, περίπου στα 120 με 130 εκατομμύρια. Αυτό τα λέει όλα αλλά ταυτόχρονα δεν τα λέει και όλα, καθώς δεν σημαίνει καθόλου ανάλογη μείωση του αριθμού πωληθέντων αντιτύπων. Θα μπορούσε μάλιστα να υποθέσει κανείς ότι θεωρητικά μπορεί να μη μειώθηκε και καθόλου ο αριθμός των αντιτύπων που διατίθενται ετησίως, άλλαξε όμως τελείως η αγορά. Τα χρέη των βιβλιοπωλών προς τους εκδότες αυξήθηκαν, καθώς πολλοί βιβλιοπώλες –όχι όμως όλοι –επιμήκυναν τον χρόνο αποπληρωμής των πωληθέντων. Αυτό, δεδομένου ότι ο βιβλιοπώλης είναι ο μόνος στην αλυσίδα του βιβλίου που παίρνει το αντίτιμο αμέσως μόλις διαθέσει το εμπόρευμά του, κατέστησε τους υπόλοιπους κρίκους της ολοένα και πιο αδύναμους, συχνά μάλιστα, έρμαια των τραπεζών, σε εποχές επιπλέον που οι τράπεζες έδιναν χρήματα με το σταγονόμετρο.

Ο αριθμός των πωληθέντων είναι λοιπόν δύσκολο να εκτιμηθεί γιατί και οι ίδιοι οι εκδότες, όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης, έβγαζαν ξανά λίγο παλιότερα βιβλία με πολύ μειωμένες τιμές ή άδειαζαν τις αποθήκες τους σε παζάρια βιβλίου, προκειμένου να αντλήσουν στοιχειώδη ρευστότητα. Το δίκτυο των παζαριών, ιδίως στην επαρχία το καλοκαίρι αλλά και μέσα στις πόλεις όλο τον χρόνο, έχει μεγαλώσει αλματωδώς με αποτέλεσμα η αγορά να θυμίζει τη δεκαετία του ’30, όπου ένας πολύ μεγάλος αριθμός βιβλίων πουλιόταν στα καλάθια σε τιμή ευκαιρίας.

Και πάλι όμως: ο χώρος του βιβλίου παραμένει πολύ ζωντανός. Καινούργιοι, μικροί ως επί το πλείστον, εκδοτικοί οίκοι έχουν ανοίξει και παίρνουν τη θέση άλλων παλιότερων που, χωρίς να κλείνουν, είτε αδρανοποιούνται είτε απλώς συρρικνώνονται. Η αγορά μεταβάλλεται. Από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους, Πατάκης και Ψυχογιός διατηρούν την ευρωστία τους και διατήρησαν χονδρικά και τους τζίρους τους, παραμένοντας στις δύο πρώτες θέσεις των εκδοτικών οίκων που εκδίδουν και λογοτεχνία. Ενώ το Μεταίχμιο, που ακολουθεί πιο κάτω, παρουσιάζει άνοδο τζίρου για τρίτη συνεχή χρονιά. Κάποιοι άλλοι έχουν αντιμετωπίσει μικρότερα ή μεγαλύτερα προβλήματα και δεν βρίσκονται πια στις πρώτες θέσεις όπως άλλοτε.

Συνολικά λοιπόν δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κατεστραμμένο κλάδο. Μπορούμε να μιλήσουμε για επιμέρους καταστροφές, λ.χ. σε κάποια είδη βιβλίου όπως τα λευκώματα και τα βιβλία τέχνης, που λόγω κόστους και τιμής σχεδόν εξαφανίστηκαν από την αγορά. Για άλλους λόγους, που έχουν να κάνουν με τη σύγχρονη τεχνολογία, έχει πληγεί και ο κλάδος της λεξικογραφίας. Είναι πιο εύκολο να αναζητείς πια ένα λήμμα στο Ιντερνετ παρά στο παραδοσιακό λεξικό. Αντίθετα, λογοτεχνία και ιδίως το δοκίμιο και το παιδικό βιβλίο γνωρίζουν πρωτοφανή άνθηση.

Στον χώρο των βιβλιοπωλείων, πάλι, μετά τις μεγάλες απώλειες των πρώτων χρόνων της κρίσης (Ελευθερουδάκης, Παπασωτηρίου, FNAC), μετά και από κάποιες σοβαρές απώλειες στον χώρο του χονδρεμπορίου, δεν υπήρξε άλλη μείζων καταστροφή. Υπήρξαν οπωσδήποτε απώλειες σε μικρά σημεία πώλησης πανελλαδικά, αλλά αυτό οφείλεται και στην άνοδο του ηλεκτρονικού εμπορίου τυπωμένων βιβλίων, όπως και στην κατάργηση της ενιαίας τιμής. Πολλοί βιβλιόφιλοι, ιδίως στην περιφέρεια, έχουν πλέον αποκτήσει τη συνήθεια της αγοράς μέσω Διαδικτύου, οπότε μένει να δούμε πόσο αποτελεσματική θα φανεί στη διάσωση των μικρών βιβλιοπωλείων της περιφέρειας η –απαραίτητη, πάντως, κατά τους περισσότερους εκδότες –επαναφορά της ενιαίας τιμής που πέρασε με το πολυνομοσχέδιο της πρόσφατης τέταρτης αξιολόγησης.

Για όλα αυτά πάντως είναι δυστύχημα πως δεν διαθέτουμε ακριβή στατιστικά στοιχεία. Ας ελπίσουμε ότι η θρυλούμενη επανασύσταση ενός οργανισμού για το βιβλίο, διαδόχου του ΕΚΕΒΙ –οι πληροφορίες μιλούν μάλιστα για γρήγορη ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου –θα δώσει και την ευκαιρία της επαναλειτουργίας του Παρατηρητηρίου Βιβλίου, όπως αρμόζει σε κάθε χώρα που θέλει να λέγεται προηγμένη.