Ο ευρωπαϊκός Μεσοπόλεμος χωρίζεται σε τρεις περιόδους: 1) 1919-1923. Η περίοδος της μεγάλης αναστάτωσης που προκάλεσαν οι καταιγιστικές αλλαγές στον χάρτη της Ευρώπης με τη διάλυση τριών αυτοκρατοριών (Αυστροουγγαρία, Ρωσία, Οθωμανική) και τη δημιουργία νέων κρατών – εθνών. Ενα μεγάλο τμήμα της Ουγγαρίας, η Τρανσυλβανία, προστέθηκε στη Ρουμανία, η οποία απέκτησε τη Δοβρουτσά από τη Βουλγαρία και τη Βεσσαραβία από τη Ρωσία. Την ίδια εποχή, η οικονομική κρίση που έπληξε κυρίως την ηττημένη Γερμανία απείλησε τους θεσμούς και το κράτος της. 2) 1924-1929. Περίοδος ανάκαμψης και συμφιλίωσης. Η ανοικοδόμηση και η επανεκκίνηση του διεθνούς εμπορίου ζωογόνησαν τις αγορές και βελτίωσαν τους όρους ζωής των Ευρωπαίων. Η Γερμανία που είχε υποστεί τα μεγαλύτερα πλήγματα επανήλθε στην ομαλότητα τόσο της οικονομίας όσο και των διεθνών σχέσεων με τις Συνθήκες του Λοκάρνο και του Briand – Kellogg. Ακόμα και η Ρωσία υπό την κρατική διαχείριση της παραγωγής από τους μπολσεβίκους κατάφερε με το Νέο Οικονομικό Πρόγραμμα να βελτιώσει τη θέση της. 3) 1929-1939. Τη δεκαετία αυτή κυριαρχούν οι επιπτώσεις του αμερικανικού χρηματιστηριακού Κραχ στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Η οικονομική κρίση κατέστρεψε την αξιοπιστία της μοναδικής φιλελεύθερης Δημοκρατίας που είχε γνωρίσει η Γερμανία, εκείνη της Βαϊμάρης, και ενίσχυσε τα αυταρχικά καθεστώτα. Ο δρόμος προς τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο έγινε ορατός.

Συγκρίνοντας αυτές τις τρεις περιόδους με τη σημερινή Ευρώπη, ελάχιστες ομοιότητες διακρίνει ο ερευνητής. Η ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει ήδη αποτρέψει διαλυτικές επενέργειες του εθνικισμού και τοπικών κρίσεων, όπως εκείνη της Γιουγκοσλαβίας. Ο μεγάλος γερμανός ιστορικός Οσβαλντ Σπένγκλερ υποστήριξε το 1918, με την έκδοση του πρώτου τόμου του περίφημου έργου του «Η παρακμή της Δύσης», ότι τα δεινά της Ευρώπης οφείλονταν στον κατακερματισμό και στην αντιπαλότητα των εθνών της. Αφηνε όμως ένα περιθώριο αισιοδοξίας από πιθανή εθελοντική ένωση των Ευρωπαίων σε υπερεθνικές συνεργασίες.

Ισως τα στοιχεία του Μεσοπολέμου που είναι δυνατόν να παραβληθούν με τη σημερινή μας κατάσταση είναι α) η υφέρπουσα λαϊκιστική αντίδραση στον φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό και β) ο υπερδανεισμός που άφηνε και αφήνει μεγάλα χρηματοπιστωτικά ελλείμματα στις χώρες που δανείζονται.

Τα φαινόμενα του λαϊκισμού στις πρώην ανατολικές δημοκρατίες, όπως η Πολωνία, η Τσεχία και ιδίως η Ουγγαρία και σε μικρότερο βαθμό η Γαλλία και η Γερμανία, με αντιπολιτευόμενα λαϊκιστικά κόμματα στο Κοινοβούλιο. Η Αυστρία απέκτησε δεξιά εθνικιστική κυβέρνηση, αλλά δεν παρουσιάζει τα γνωρίσματα των γειτόνων της. Ωστόσο, τα φαινόμενα αυτά δεν είναι δυνατόν να συγκριθούν με τα νοσηρά και ισχυρά ξεσπάσματα του φασισμού, του ναζισμού και του σταλινισμού.

Η μεταπολεμική γερμανική οικονομία βασίστηκε για την ανάπτυξή της σε εντατικό δανεισμό και μάλιστα με βραχυπρόθεσμους όρους. Ολες περίπου οι ευρωπαϊκές χώρες δανείζονταν από τον νέο πιστωτή του κόσμου, τις ΗΠΑ, και παράλληλα οι νικητές του πολέμου απομυζούσαν τη Γερμανία για να αποσπάσουν το μέγιστο ποσοστό των επανορθώσεων. Η ανάπτυξη που βίωναν τους δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ότι θα ήταν πάντοτε σε θέση να τιμούν τα χρέη τους.

Η αμερικανική ύφεση κατέστρεψε τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στους δανειστές και τους δανειζομένους. Μέσα σε μικρό διάστημα η Ευρώπη βρέθηκε σε αδιέξοδο.

Στη σημερινή μας συγκυρία οι χρεωμένοι είναι γεωγραφικά διακριτοί και οι πιστωτές τους εξίσου. Ώς τώρα καμία χώρα της ευρωζώνης δεν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη θέση της και να ομολογήσει ότι πτώχευσε. Δεν είναι όμως δυνατό να προεξοφλήσει κανείς ότι δεν θα υπάρξουν ξανά διεθνείς οικονομικές κρίσεις σαν εκείνη του 1929-30.

Ο Θάνος Μ. Βερέμης είναι ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ