Η άνοδος του λαϊκισμού και η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας είναι οι εξελίξεις της ευρωπαϊκής κομματικής πολιτικής που έχουν συγκεντρώσει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια. Μια άλλη τάση όμως είναι πολύ σημαντικότερη για το μέλλον των ευρωπαϊκών πολιτικών συστημάτων αν και συζητιέται λιγότερο: η είσοδος και της Κεντροδεξιάς σε μια κατάσταση κρίσης και αδυναμίας.

Η τάση συρρίκνωσης της Κεντροδεξιάς είναι ξεκάθαρη, αν και λιγότερο θεαματική από αυτήν της σοσιαλδημοκρατίας. Μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης Κόντε στην Ιταλία και την πτώση Ραχόι στην Ισπανία, το μοναδικό από τα έξι μεγάλα κράτη-μέλη της ΕΕ που έχει ένα κεντροδεξιό κόμμα στην εξουσία είναι η Γερμανία. Οι κεντροδεξιές κυβερνήσεις περιορίζονται σε έναν κεντροευρωπαϊκό πυρήνα (Γερμανία, Αυστρία) και μικρές περιφερειακές χώρες (Ιρλανδία, Βουλγαρία, Κύπρος).

Το πλεονέκτημα της Κεντροδεξιάς εν μέσω κρίσης ήταν η ιδεολογική της ευελιξία. Χάρη σε αυτήν μπορούσε να απευθύνεται ταυτόχρονα σε στρώματα που υποστήριζαν φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές και την ευρωπαϊκή ενοποίηση, και σε ομάδες που επιθυμούσαν τον έλεγχο της μετανάστευσης, ανησυχούσαν για την τρομοκρατία κοκ. Αυτή η ενδιάμεση θέση της Κεντροδεξιάς μεταξύ «κλειστών» και «ανοιχτών» αντιλήψεων για την οικονομία και την κοινωνία αποτελούσε πλεονέκτημα, όμως έπειτα από χρόνια κόπωσης με την οικονομική στασιμότητα και ανησυχίας για τη μετανάστευση τείνει να μεταβληθεί σε απειλή για την ίδια την υπόστασή της. Στη Γαλλία και την Ιταλία π.χ. η επιβίωση της Κεντροδεξιάς τίθεται εν αμφιβόλω, καθώς η Ακροδεξιά αναδεικνύει το ζήτημα της μετανάστευσης ενώ η φιλελεύθερη Κεντροαριστερά αποτελεί τον κορμό της αντίδρασης στον λαϊκισμό. Στην Πορτογαλία μια ταυτισμένη με τη λιτότητα Κεντροδεξιά βρίσκεται αντιμέτωπη με μια δημοφιλή κεντροαριστερή κυβέρνηση, στην Πολωνία η Κεντροδεξιά αντιπολιτεύεται μια εθνικιστική κυβέρνηση που μοιράζει οικογενειακά επιδόματα.

Από αυτήν την περίπλοκη εικόνα αναδύεται το βασικό πρόβλημα της ευρωπαϊκής Κεντροδεξιάς: ενώ αποτελούσε έναν αποτελεσματικό διαχειριστή στα χρόνια των κρίσεων, δεν έχει κατορθώσει να διαμορφώσει ένα θετικό όραμα για την Ευρώπη έπειτα από αυτές. Πολιτικοί όπως ο Μακρόν και δυνάμεις όπως οι Ciudadanos προσφέρουν ένα αισιόδοξο μήνυμα για περισσότερη ευρωπαϊκή ενοποίηση στη βάση προοδευτικών αξιών, ενώ εθνικιστές και λαϊκιστές προωθούν το ξεκάθαρο αίτημα ασφάλειας και περιχαράκωσης μέσα στα εθνικά σύνορα. Οπου η Κεντροδεξιά διστάζει να ακολουθήσει ένα από αυτά τα δυο οράματα εκτίθεται σε πολύπλευρο διεμβολισμό.

Το πρόβλημα όμως είναι ευρύτερο. Αν ιστορικά η Αριστερά αποτελούσε φορέα εκδημοκρατισμού, η Δεξιά ήταν ο παράγοντας σταθεροποίησης των ευρωπαϊκών κομματικών συστημάτων, εντάσσοντας στο πολιτικό παιχνίδι συντηρητικά και παραδοσιακά στρώματα και εξασφαλίζοντας τη μετριοπάθεια του κομματικού ανταγωνισμού. H αποδυνάμωση της Κεντροδεξιάς στο μέλλον θα έχει ως συνέπεια είτε την αναδιάταξη των κομματικών συστημάτων γύρω από έναν πολωμένο ανταγωνισμό μεταξύ λαϊκιστών και φιλοευρωπαίων όπως στη Γαλλία, είτε την περαιτέρω ενίσχυση των λαϊκιστών με αυξημένη πιθανότητα ανόδου τους στην εξουσία ως ξεχωριστή δύναμη όπως στην Πολωνία και την Ιταλία ή ως καταληψίες αποδυναμωμένων συντηρητικών κομμάτων όπως στις αγγλοσαξονικές δημοκρατίες. Παρά τις τεκτονικές αλλαγές των τελευταίων ετών, η κρίση των ευρωπαϊκών κομματικών συστημάτων κάθε άλλο παρά έχει ολοκληρωθεί.