Στο «χωριό» των προσφύγων και μεταναστών στη Λέσβο θριαμβεύουν η αγωνία, ο φόβος και η ανασφάλεια. Μέσα στα ασφυκτικά γεμάτα αντίσκηνα των 7.000 «κατοίκων» (υπερδιπλάσιων από τη μέγιστη χωρητικότητα) στοιβάζονται τα συγκλονιστικά μυστικά κακοποιημένων γυναικών, το κλάμα των άρρωστων μωρών και τα σαστισμένα βλέμματα των εφήβων. Για το μαρτύριο των πιο ευαίσθητων ομάδων –παιδιών και γυναικών –στον καταυλισμό της Μόριας μιλούν στα «ΝΕΑ» δύο εργαζόμενες στην κλινική – κινητή μονάδα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, που βρίσκεται ακριβώς έξω από το camp. Εδώ και μήνες, όσα αδυνατεί να αποτυπώσει ο φωτογραφικός φακός ή και να αποδώσουν με ακρίβεια οι λέξεις αποτελούν (δύσκολη) ρουτίνα για τη μαία Ρέα Μπελαντέρα και τη νοσηλεύτρια Κατερίνα Κατωπόδη. Γι’ αυτό και οι δυο τους στέλνουν κοινό μήνυμα στην ελληνική κυβέρνηση και στην Ευρώπη: «Βάλτε τέλος σε αυτή την απάνθρωπη, σκληρή και άδικη κατάσταση. Κανείς δεν την αξίζει». Μάλιστα χθες ο πρόεδρος της δημοτικής κοινότητας Νίκος Τρακέλλης ξεκίνησε απεργεία πείνας ζητώντας «λύση τώρα».

Φόβος και ανασφάλεια

Οι μαίες των Γιατρών Χωρίς Σύνορα βλέπουν περίπου 14 γυναίκες ημερησίως, ενώ σύμφωνα με τις νοσηλεύτριες καθημερινά εξετάζονται 100 παιδιά (από νεογνά έως 16 ετών). «Πολλές ανθρώπινες ιστορίες ξετυλίγονται σε μας. Και φτάνει η ώρα που δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε καμιά. Ολες γίνονται μία, κατά κάποιον τρόπο. Ομως οφείλουμε ως επαγγελματίες υγείας να είμαστε αντικειμενικοί και ψύχραιμοι», λέει η νεαρή μαία και αναφέρει συγκεκριμένα: «Υπάρχουν τραγικά περιστατικά με γυναίκες που κακοποιήθηκαν σεξουαλικά είτε στη χώρα καταγωγής τους είτε στο ταξίδι από διακινητές ή στρατιωτικούς υπό την απειλή όπλων. Σαφώς και έχουν συμβεί και μέσα στο camp. Αλλα τα ξέρουμε και άλλα όχι». Η κακοποίηση παραμένει, συνήθως, επτασφράγιστο μυστικό: «Οι γυναίκες που κουβαλούν φρικτές εμπειρίες, ανάμεσά τους και έγκυοι, δεν τις εκμυστηρεύονται ούτε στον σύντροφό τους. Μας εκδηλώνουν το άγχος τους να μη μαθευτεί ποτέ. Φοβούνται ότι τυχόν αποκάλυψη όσων πέρασαν θα έχει αντίκτυπο στην οικογένειά τους. Δυστυχώς υπάρχει ο φόβος του αποκλεισμού και του στιγματισμού».

Η ίδια (στις αρμοδιότητές της είναι, εκτός από τα θύματα κακοποίησης, η φροντίδα των εγκύων και ο τομέας της αντισύλληψης) δίνει την εικόνα της καθημερινότητας στο camp: «Βλέπεις νεογέννητα και εγκύους κατάχαμα σε υπερπλήρεις σκηνές. Σε ένα μέρος χωρίς στοιχειώδεις συνθήκες, τα ενοχλητικά συμπτώματα μιας εγκυμοσύνης γίνονται εντονότερα. Σημαντικά θέματα είναι επίσης η διατροφή και οι συνθήκες υγιεινής. Αν οι τουαλέτες είναι μακριά από τη σκηνή οι περισσότερες γυναίκες φοβούνται να πάνε μόνες τους το βράδυ. Αλλωστε κυρίαρχο πρόβλημα είναι το αίσθημα ανασφάλειας. Ιδίως σε μέρες έντασης με διαμάχες μέσα στο camp, υπάρχει έντονη ανησυχία για τα παιδιά και τις γυναίκες».

Οι άθλιες συνθήκες

Οσον αφορά τους ανηλίκους, σύμφωνα με τη νοσηλεύτρια Κατερίνα Κατωπόδη «ελάχιστοι πάσχουν από χρόνιες παθήσεις. Τα περισσότερα προκαλούνται εδώ εξαιτίας των συνθηκών διαβίωσης: Παιδιά με εμετούς και διάρροιες, με βρογχίτιδες και άλλα αναπνευστικά προβλήματα και δερματικές παθήσεις λόγω έλλειψης νερού». Οπως σημειώνει η ίδια μάλιστα «δυστυχώς δεν θεραπεύουμε, απλώς ανακουφίζουμε συμπτώματα. Οταν έχουμε ένα παιδάκι με ψώρα ή ψείρες είναι άτοπο να δώσουμε αγωγή και να το στείλουμε ξανά στη σκηνή από την οποία ήρθε». Εργαζόμενοι και εθελοντές της οργάνωσης γίνονται καθημερινά αποδέκτες της αγωνίας των μεταναστών για το τώρα και το αύριο. Φαίνεται ότι είναι οι άνθρωποί τους εκεί. «Πράγματι μας εμπιστεύονται. Ξέρουν ότι από εμάς θα πάρουν μια καθαρή απάντηση» τονίζει η Ρέα Μπελαντέρη. Οσο για το αν υπάρχουν ποτέ χαμόγελα στο camp της δυστυχίας; Κι όμως, ναι: «Χαιρόμαστε όταν τους βλέπουμε ικανοποιημένους από τη φροντίδα που παρέχουμε. Οταν έρχονται μόνο και μόνο για ένα «γεια» και ένα «ευχαριστώ». Οταν μας φέρνουν το νεογέννητό τους. Και βέβαια όταν τους βλέπουμε να φεύγουν επιτέλους από το νησί».

ΓΙΑΤΡΟΙ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ

«Καλούμε την Ευρώπη να βάλει τις ζωές πάνω από τις πολιτικές»

Ακόμη και οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες που είναι θύματα κακοποίησης έχουν εξαιρετικά δύσκολη πρόσβαση σε φροντίδα υγείας και κοινωνική υποστήριξη, όπως διαπιστώνουν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα (ΓΧΣ) από τη δράση τους τόσο στη Λέσβο και τη Χίο όσο και στην ηπειρωτική χώρα. Είναι ενδεικτικό ότι από την αρχή του έτους, σύμφωνα με τους υπευθύνους της οργάνωσης, «πάνω από το ένα τρίτο των ασθενών στην κλινική της Λέσβου, αν και ήταν σαφώς ευάλωτοι σύμφωνα με τον ορισμό στην ελληνική νομοθεσία, δεν χαρακτηρίστηκαν έτσι κατά τον επίσημο έλεγχο από τους φορείς δημόσιας υγείας». Οι ΓΧΣ έχουν απευθύνει έκκληση στην ελληνική κυβέρνηση να αναγνωρίζονται οι ιατρικές γνωματεύσεις των ΜΚΟ αναφορικά με τις ευάλωτες ομάδες.

«Απειλούνται ανθρώπινες ζωές. Καλούμε την Ευρώπη να τις βάλει πάνω από τις πολιτικές» λέει ο γενικός διευθυντής του ελληνικού τμήματος των ΓΧΣ Ηλίας Παυλόπουλος και προσθέτει: «Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρέπει να πάρουν μέτρα επειγόντως για να βελτιώσουν τις πολιτικές ασύλου και να επανεκκινήσουν τα προγράμματα έρευνας και διάσωσης στη Μεσόγειο».

Και ενώ τα προβλήματα υπερσυγκέντρωσης και έλλειψης ασφάλειας στον καταυλισμό προσφύγων της Μόριας εξακολουθούν να εντείνονται, τα στοιχεία της οργάνωσης για τη Λέσβο είναι αποκαλυπτικά: σε ένα τετράμηνο (Ιανουάριος – Απρίλιος 2018) πραγματοποιήθηκαν 695 ατομικές συνεδρίες κλινικής ψυχολογικής φροντίδας, 273 ψυχιατρικές συνεδρίες, 3.942 παιδιατρικές διαβουλεύσεις και δεκάδες συναντήσεις με μετανάστες που ζήτησαν βοήθεια για θέματα σεξουαλικής βίας.