Εδώ και 26 χρόνια υποστηρίζω σθεναρά την ανάγκη εξεύρεσης μιας συμβιβαστικής λύσης στις διαφορές με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Κατανοώ και σέβομαι τις ταυτοτικές ανησυχίες μεγάλης μερίδας των κατοίκων αυτού του τόπου και προσπαθώ να τους πείσω για το πόσο λανθασμένες είναι. Είμαι απέναντι στους πατριδοκάπηλους, τους επαγγελματίες «Μακεδονομάχους» και τους φορείς του μίσους προς τους κατοίκους της γειτονικής χώρας για τους οποίους χρησιμοποιούν άθλιους και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, όπως «γυφτοσκοπιανοί».

Η συμφωνία που ανακοινώθηκε είναι σύμφωνη με τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή που έχει διαμορφωθεί στο πολιτικό σύστημα της χώρας, μετά τους απαράδεκτους μαξιμαλισμούς των αρχών της δεκαετίας του ’90. Περιέχει αντιφάσεις και προβληματικές διατυπώσεις που θα έπρεπε να διορθωθούν. Ομως οι δύο βασικές διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς, σύνθετη ονομασία με Μακεδονία στο όνομα και εφαρμογή της erga omnes, ικανοποιούνται. Είναι μια εύλογη συμφωνία. Εκείνο όμως που είναι σημαντικό, αυτή τη στιγμή, είναι η αξιολόγηση και αποτίμηση της πολιτικής διαχείρισης του συμβιβασμού από την ελληνική κυβέρνηση. Αυτός είναι και ο σκοπός του κειμένου που ακολουθεί.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν είχε, ούτε κατά διάνοια, στον πολιτικό της προγραμματισμό την επίλυση του θέματος. Η εκλογή Ζάεφ και η ανάγκη θωράκισης της Νότιας Βαλκανικής από τη ρωσική ή τουρκική επιβουλή έφεραν το θέμα στην πολιτική ατζέντα των δύο χωρών, με τα χαρακτηριστικά του επείγοντος. Εδώ διαπράχθηκε η πρώτη πολιτική ύβρις από την κυβέρνηση. Σ’ ένα θέμα που εξ ορισμού υπάρχει ανάγκη ευρύτατης συναίνεσης, πολιτικής και κοινωνικής, η κυβέρνηση επέλεξε τη λύση του διχασμού και της μονομέρειας. Εκπόνησε μόνη της ή καθ’ υπαγόρευση τον οδικό χάρτη της συμφωνίας, αποκλείοντας από κάθε ενημέρωση και διαβούλευση τόσο την αντιπολίτευση όσο και την ελληνική κοινωνία. Επιλογή απόλυτα σύμφυτη με τη συγκρουσιακή, διχαστική και εμφυλιοπολεμική πολιτική της πρακτική. Η δεύτερη ύβρις είναι η αξίωσή της, σε μια πορεία που η ίδια μονομερώς χάραξε, που η συμφωνία δόθηκε εκ των υστέρων στη δημοσιότητα, να ζητεί τη συναίνεση της αντιπολίτευσης. Η τρίτη ύβρις είναι ότι παραπέμπουν την κύρωση της συμφωνίας σε μελλοντικό χρόνο, ενδεχομένως από μια άλλη κυβέρνηση.

Πρόκειται για μια πολύ δύσκολη πορεία, με πολλές παγίδες. Ο διαφαινόμενος συμβιβασμός μοιάζει υπονομευμένος από τη διχαστική πρακτική της ελληνικής κυβέρνησης. Το ίδιο φοβάμαι ότι έχει συμβεί, ώς έναν βαθμό, και στη γειτονική χώρα από χειρισμούς του Ζάεφ που έχουν τα χαρακτηριστικά ξεκαθαρίσματος λογαριασμών με τους πολιτικούς του αντιπάλους. Αυτά δημιουργούν, δυνητικά, τον κίνδυνο να απελευθερωθεί μια ανεξέλεγκτη κοινωνική δυναμική στις δύο χώρες που θα ακυρώσει, εν τοις πράγμασι, τη συμβιβαστική λύση.

Οι ευθύνες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι κολοσσιαίες. Για μία ακόμα φορά μετέτρεψαν ένα μείζον πολιτικό ζήτημα σε εργαλείο μικροπολιτικής και διχασμού. Για μία ακόμα φορά εξευτέλισαν τις γραπτές και άγραφες επιταγές των κανόνων της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αγνοώντας επιδεικτικά αυτό που επισημαίνουν οι Steven Levitsky και Daniel Ziblatt στο βιβλίο τους «How democracies die», ότι οι δημοκρατίες μας δεν είναι μόνον οι νομοθετικές και συνταγματικές επιταγές, αλλά και το σύνολο των ιστορικά διαμορφωμένων άγραφων κανόνων που ορίζουν τα της κοινής μας συμβίωσης.