Ο κ. Σαμαράς, όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών, θεωρούσε υποχρέωσή του να ενημερώνει τακτικά την αντιπολίτευση. Τουλάχιστον εμένα, που αντιπροσώπευα κατ’ εντολή του Ανδρέα Παπανδρέου την αξιωματική αντιπολίτευση, με έβλεπε δύο με τρεις φορές τον μήνα. Συχνά μου έδινε και σημειώματα απόρρητα. Διατηρώ, 30 χρόνια μετά, τεράστια εκτίμηση για αυτές τις δημοκρατικές πρακτικές ενός πολιτικού με τον οποίο τόσα πολλά μας χωρίζουν. Σε μια από αυτές τις συναντήσεις μού ανήγγειλε την, κατά πληροφορίες, προσεχή κήρυξη της ανεξαρτησίας της «Ομόσπονδης Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Είχε την εντύπωση ότι ένα πλήθος προβλήματα θα δημιουργούντο για τη χώρα μας και η εντύπωση αυτή δεν ήταν εντελώς εσφαλμένη. Εδινε μεγάλη σημασία (από τότε) στο όνομα του νέου κράτους και στον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαμε να το αποφύγουμε.

Συνοψίζοντας τη συζήτηση του είπα τρεις γενικές αρχές, που κατά τη γνώμη μου συνόψιζαν όσα είχαμε ανταλλάξει:

– Μέχρι τότε είχαμε ανεχθεί οι άνθρωποι των Σκοπίων να χρησιμοποιούν το όνομα «Μακεδονία» και στη μεταξύ μας αλληλογραφία και το είχαμε χρησιμοποιήσει σε επίσημα έγγραφα. Αντιθέτως δεν υπήρχε κανένας κρατικός θεσμός που επίσημα να θύμιζε με το όνομά του ούτε καν υποδιαιρέσεις της περιοχής που ήταν καθαρά υπόθεση που μπορούσε να ρυθμιστεί μονομερώς από εμάς, π.χ. Νομός Κεντρικής Μακεδονίας.

– Οι κοινές γνώμες, που είχαν θέση παρατηρητή στο πρόβλημα, δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς ήταν δυνατόν να διεκδικήσεις ονοματοδοσία ενός τρίτου χωρίς αυτός να συμφωνεί.

– Η Ελλάδα δεν είχε κανένα συμφέρον να έχει μια μεγάλη Βουλγαρία και μια μεγάλη Αλβανία, που θα συνόρευαν μεταξύ τους και με εμάς και θα προέκυπταν μετά τη διάλυση του κράτους των Σκοπίων και την προσάρτηση των τεμαχίων του.

Αν χρειαζόταν κάποια διαφοροποίηση της ονομασίας, που αυτοί θα επιθυμούσαν να προσδώσουν στον εαυτό τους, θα μπορούσε να επιλεχθεί ένας γεωγραφικός προσδιορισμός και να προστεθεί στην ονομασία τους. Τότε όμως. Οχι μετά από 30 χρόνια όπου παγιοποιήθηκαν θέσεις, δημιουργήθηκαν εξειδικεύσεις και προέκυψαν συμμαχίες.

Είναι σαφές ότι μάλλον δεν θα προκύψει κανένα θετικό αποτέλεσμα από την τωρινή περίοδο και την ανταλλαγή επιχειρημάτων. Είναι σαφές επίσης ότι η Ελλάδα δεν έχει κανένα συμφέρον να έχει ένα δεύτερο μέτωπο εκτός από την Τουρκία, που ρίχνει ήδη βαρύ ίσκιο στο μέλλον μας. Η κατά κράτος υποχώρηση, βέβαια, δεν είναι δυνατόν να επιλεγεί ως στρατηγική. Δημιουργήσαμε εχθρό. Πρέπει να τον αποκλείσουμε με τη διπλωματία.

«Βόρεια Μακεδονία» δεν είναι εν πάση περιπτώσει λύση. Αφήνει ανοιχτό τον σφετερισμό του ιστορικού και πολιτιστικού παρελθόντος μας από τους Σλάβους που έχουν επικρατήσει στα Σκόπια. Επίσης δεν είναι δυνατόν να ζητάμε καταδίκη και εγκατάλειψη των «αλυτρωτικών σχεδίων». Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου διδαχθήκαμε ότι δεν υπάρχει πλέον πουθενά, ούτε μεταξύ των σλαβοφώνων, σλαβόφρων μειονότης. Πώς μπορεί να υπάρχουν λοιπόν αλυτρωτικά σχέδια για κάποιον που δεν επιθυμεί να λυτρωθεί. Θέλει δηλαδή να παραμείνει για πάντα Ελληνας.