Το τρίτο Μνημόνιο οδεύει προς το τέλος του τον Αύγουστο και ένα νέο καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των δανειστών σχεδιάζεται για να το διαδεχθεί. Ενα νέο πλαίσιο υποχρεώσεων με «βαριά» πρωτογενή πλεονάσματα και άλλες δεσμεύσεις που αποσκοπούν κυρίως σε δύο βασικές προτεραιότητες των ευρωπαίων εταίρων μας: Στο να αποτρέψουν οποιοδήποτε ενδεχόμενο πισωγυρίσματος της Ελλάδας σε ανεύθυνες πολιτικές του παρελθόντος, που θα την καθιστούσαν ξανά μείζον πρόβλημα για τους ίδιους. Αλλά και να καθησυχάσουν τους δικούς τους ψηφοφόρους ότι δεν θα χάσουν τα λεφτά που δάνεισαν στη χώρα μας.

Η κυβέρνηση από την πλευρά της δείχνει να έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά, αποδεχόμενη τον ρόλο του παρατηρητή σε μια διαπραγμάτευση υψηλού επιπέδου μεταξύ των ισχυρών χωρών της Ευρώπης και του ΔΝΤ, παρότι αυτή θα κρίνει το αύριο της χώρας. Είναι εμφανής η έλλειψη οποιουδήποτε συντεταγμένου ελληνικού σχεδίου για την επόμενη μέρα, παρατηρούν παράγοντες που έχουν καθαρή εικόνα για την πορεία των συζητήσεων και οι οποίοι δεν εμφανίζονται αισιόδοξοι όσον αφορά το τελικό αποτέλεσμά τους. Δεν διακρίνεται κάποιο εγχώριο ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί στο τραπέζι που θα μπορούσε να επηρεάσει τη διαπραγμάτευση, εξηγούν χαρακτηριστικά. Σαν τον καλό μαθητή η κυβέρνηση τρέχει μόνο για να ψηφίσει τα προαπαιτούμενα της τέταρτης αξιολόγησης, περιμένοντας τις αποφάσεις των άλλων. Δείχνει να έχει επικεντρώσει αποκλειστικά τις δυνάμεις της στο πώς θα διαχειριστεί επικοινωνιακά την όποια συμφωνία των δανειστών, αναδεικνύοντας πτυχές της, που η ίδια εκτιμά ότι πολιτικά θα τη βολεύουν. Στο ίδιο τέμπο κινείται η ρητορική της «καθαρής εξόδου», όπως και η πανσπερμία προεκλογικών υποσχέσεων από υπουργούς και κορυφαία κυβερνητικά στελέχη. Κινήσεις που προκαλούν, όμως, αρνητικό αντίκτυπο στην πλευρά των δανειστών. Ενισχύουν τους φόβους τους για το ενδεχόμενο υποτροπής του πολιτικού συστήματος σε χρεοκοπημένες πολιτικές του παρελθόντος και ενδυναμώνουν τη διάθεσή τους να δέσουν σφικτά τη χώρα σε ένα μνημονιακού τύπου καθεστώς εποπτείας για πολλά χρόνια ακόμη.

Κάπως έτσι, από την ελληνική εξίσωση λείπει –και πάλι –η μεταβλητή της ανάπτυξης. Χωρίς την οποία το πρόβλημα θα παραμείνει άλυτο, όποια και αν είναι η συμφωνία των δανειστών για το χρέος, που πάντως δεν θα είναι γενναία δεδομένης της γερμανικής επιμονής στο ζήτημα αυτό. Αλλωστε, όπως όλοι οι διεθνείς αναλυτές αναγνωρίζουν, το χρέος δεν είναι το πρόβλημα που «καίει» τη χώρα εδώ και τώρα. Η Ελλάδα «καίγεται» για ανάπτυξη, παρατηρούν κορυφαίοι παράγοντες της οικονομίας. Οι επενδύσεις μπορούν να αλλάξουν το τοπίο, αλλά έχουν μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας και χρειάζονται χρόνο για να αποδώσουν. Δεν μένει παρά μια ένεση κατανάλωσης με μείωση των υπερβολικών φόρων που σηκώνουν στις πλάτες τους οι πολίτες, και ενδεχομένως μια ελεγχόμενη ενίσχυση των μισθών. Τα στοιχεία που συνθέτουν το ΑΕΠ της χώρας μιλούν από μόνα τους: Το 70% της ανάπτυξης της χώρας στηρίζεται στην κατανάλωση. Οσο και αν θέλουμε να το αλλάξουμε αυτό, δεν μπορούμε να το παραγνωρίζουμε στους δύσκολους καιρούς που ζούμε.

Αυτή θα μπορούσε να είναι μια κρίσιμη συνισταμένη σε ένα σοβαρό και αξιόπιστο σχέδιο μεταρρυθμίσεων και ανάπτυξης που θα μπορούσε και θα έπρεπε να θέσει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές η οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση επιδιώκοντας τη συμφωνία τους.