Η Ιταλία βρίσκεται και πάλι στα διεθνή πρωτοσέλιδα. Στις εκλογές της 4ης Μαρτίου, το λαϊκιστικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων και η ακροδεξιά Λέγκα συγκέντρωσαν την πλειοψηφία των εδρών και τώρα σχημάτισαν τη νέα κυβέρνηση. Παρά τις διαφορές τους, και οι δύο αποδίδουν τα προβλήματα της Ιταλίας στην «Ευρώπη» –εννοώντας τους κανόνες και τις κοινές αρχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Η άποψη των ιταλών ψηφοφόρων ότι η ΕΕ τους έχει αφήσει μόνους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των μεταναστών από τη Βόρεια Αφρική δεν αποτελεί έκπληξη. Από τους εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες που διέσχισαν τη Μεσόγειο από τη Λιβύη τα τελευταία χρόνια, η μεγάλη πλειοψηφία κατέληξε στην Ιταλία. Οι περισσότεροι είναι οικονομικοί μετανάστες, αλλά εμφανίζονται ως πρόσφυγες διότι αυτός είναι ο μοναδικός νόμιμος τρόπος να παραμείνουν στην Ευρώπη.

Η μεταναστευτική κρίση εμφανίζεται πιο έντονη στην Ιταλία επειδή η διαδικασία για την εξέταση του αιτήματος παροχής ασύλου και ο επαναπατρισμός εκείνων στους οποίους δεν χορηγείται γίνονται πολύ πιο αργά απ’ ό,τι σε άλλα κράτη-μέλη. Επίσης, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες στην Ιταλία τείνουν να συγκεντρώνονται γύρω από μεγάλα αστικά κέντρα στα οποία υπάρχει έλλειψη στέγης, γεγονός που κάνει το πρόβλημα να φαίνεται μεγαλύτερο απ’ όσο είναι πραγματικά. Η Ιταλία χρειάζεται καλύτερο σύστημα εξέτασης των αιτήσεων για παροχή ασύλου, πρόσβασης των προσφύγων σε σπίτια και ένταξής τους στην κοινωνία.

Το ίδιο ισχύει και για οικονομικά ζητήματα. Οι λαϊκιστές πολιτικοί ισχυρίζονται ότι η συμφωνία Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ εμποδίζει τις κυβερνήσεις να δώσουν κίνητρα για τη ζήτηση και έτσι να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Αυτό όμως αγνοεί το γεγονός πως όλες οι χώρες υπόκεινται στους ίδιους κανόνες. Και δεν εξηγεί την αδύναμη οικονομική ανάπτυξη της Ιταλίας, που ποτέ δεν φθάνει τον μέσο όρο της ευρωζώνης –τόσο στις κακές εποχές όσο και στις καλές.

Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι στα κράτη-μέλη που χτυπήθηκαν πιο σκληρά από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και στην κρίση της ευρωζώνης που ακολούθησε, η «λιτότητα» χειροτέρεψε την ύφεση. Ομως ακόμα και εάν το πιστεύουν αυτό, δεν αλλάζει το γεγονός ότι αυτές οι χώρες σημείωσαν μεγαλύτερη ανάπτυξη από την Ιταλία.

Εξίσου άβολα γεγονότα αφορούν το τεράστιο δημόσιο χρέος της Ιταλίας, που δημιουργήθηκε λόγω τεράστιων δημόσιων δαπανών που χρηματοδοτήθηκαν από τους καταθέτες (σε πλήρη αντίθεση με το χρέος της Ελλάδας). Λόγω της πηγής του χρέους, η αρχική πρόταση της νέας κυβέρνησης για διαγραφή χρέους από την ΕΚΤ δεν είχε νόημα. Η νέα κυβέρνηση μπορεί ακόμα να επιμείνει ότι η ΕΕ δεν μετρά πλέον το χρέος που κατέχει η Τράπεζα της Ιταλίας στις επίσημες στατιστικές της. Αλλά και πάλι η «Ευρώπη» δεν έχει καμία σχέση. Εκείνο που θα προκαλέσει η νέα κυβέρνηση στην οικονομία είναι, το πιθανότερο, στασιμότητα.

Υπάρχει ένα πολιτικό μάθημα απ’ όλα αυτά για τους υπόλοιπους λαϊκιστές της Ευρώπης. Το να ρίχνουν το φταίξιμο στην ΕΕ για να καλύψουν τα εσωτερικά τους προβλήματα ίσως αποδώσει στις εκλογές, όμως θα οδηγήσει σε εθνική απομόνωση. Μακροπρόθεσμα είναι μια στρατηγική ήττας.

Ο Ντάνιελ Γκρος είναι διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών Πολιτικών Σπουδών. Εχει εργασθεί για το ΔΝΤ και ως οικονομικός σύμβουλος της Κομισιόν, του Ευρωκοινοβουλίου και του γάλλου πρωθυπουργού.