Η μελέτη του Ολοκαυτώματος και η τύχη των εβραϊκών κοινοτήτων κατά τη διάρκεια (και μετά το τέλος) του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αποτελούν μία από τις ισχυρότερες ιστοριογραφικές τάσεις των τελευταίων ετών. Η σταθερά αυτή είναι παγκόσμια και ανιχνεύεται στο σύνολο σχεδόν της βιβλιοπαραγωγής: αφηγήσεις θυμάτων ή «δήμιων», εργασίες ιστορικών για τα γεγονότα αλλά και για ζητήματα όπως η μνήμη και η βία, μυθιστορήματα με κεντρικό πυρήνα το απόλυτο κακό και τις συνέπειές του στη ζωή των επιζώντων, κόμικς και graphic novels, ντοκιμαντέρ και κινηματογραφικές παραγωγές αποτελούν ψηφίδες (όχι βεβαίως τις μόνες) ενός νέου μνημονικού καθεστώτος.

Αυτή η νέα συνθήκη, η επονομαζόμενη και «εποχή του μάρτυρα», δεν είναι βεβαίως προϊόν αποκλειστικά εκδοτικών τάσεων και ακαδημαϊκών αναζητήσεων. Οι «πολιτικές της μνήμης» προκύπτουν ως αποτέλεσμα ευρύτερων κοινωνικών και διανοητικών διεργασιών, οι οποίες σχετίζονται άμεσα με τον βαθμό αυτοσυνειδησίας κάθε εποχής. Η διαπίστωση αυτή μάλιστα ίσως να είναι ενδεικτική και για τα ελληνικά πράγματα. Πράγματι, η εκδοτική έκρηξη των τελευταίων ετών γύρω από τη θεματική της μνήμης, γενικότερα, και την τύχη των ελλήνων Εβραίων, ειδικότερα, δεν είναι ανεξάρτητη από τέτοιες ευρύτερες μεταβολές.

Η βιβλιογραφία του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα έχει βεβαίως αποκτήσει τη δική της δυναμική ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ως μέρος μιας ήδη ζωντανής συζήτησης λοιπόν, η σειρά «Θέματα Εβραϊκής Ιστορίας» που εγκαινίασαν οι εκδόσεις Αλεξάνδρεια έρχεται να εμπεδώσει την παραπάνω, αισιόδοξη, αίσθηση. Πέρα από το «Η Θεσσαλονίκη των Εβραίων» του Ντέβιν Ε. Νάαρ, τρία τεκμήρια – μαρτυρίες βρίσκονται στο επίκεντρο της σειράς που διευθύνει ο Γιώργος Αντωνίου, επίκουρος καθηγητής στην έδρα Εβραϊκών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Το θαμμένο χειρόγραφο

Το πρώτο από τα τεκμήρια είναι τα χειρόγραφα του θεσσαλονικιού Εβραίου Μαρσέλ Νατζαρή που βρέθηκαν θαμμένα στις στάχτες του στρατοπέδου του Αουσβιτς – Μπιρκενάου το 1980. Γεννημένος το 1917, ο Νατζαρή πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και μετά τη συνθηκολόγηση στάλθηκε από τους Γερμανούς για καταναγκαστικά έργα. Μετά την απελευθέρωσή του το 1942 και έχοντας κρατήσει την εβραϊκή του καταγωγή κρυφή, εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ. Συνελήφθη όμως και, αφού βασανίστηκε από την Γκεστάπο, αποκάλυψε την πραγματική του ταυτότητα. Ως συνέπεια στάλθηκε στο Αουσβιτς, όπου υποχρεώθηκε να εργαστεί στο Ζοντερκομάντο –στην «ειδική ομάδα» των κρεματορίων. Βέβαιος για τον θάνατό του, κατέγραψε τις σκέψεις του για το έγκλημα των Ναζί, μιλώντας για τον άφατο τρόμο και εξορκίζοντας τους δυνητικούς αναγνώστες του (δηλαδή την ανθρωπότητα) να αποδώσουν δικαιοσύνη. Ο Νατζαρή όμως επιβίωσε. Και μετά την επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη το 1947 συνέγραψε ένα δεύτερο χειρόγραφο, στο οποίο ανακαλεί αναλυτικά την εμπειρία του της περιόδου 1941-1945.

Το θαμμένο χειρόγραφο, που βρέθηκε σε ένα θερμός μέσα σε μια δερμάτινη τσάντα, αποτελεί έναν από τους εννέα μόλις «κυλίνδρους του Αουσβιτς» που έχουν ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα. Η αμεσότητα του κειμένου είναι σπαρακτική όχι μόνο λόγω της μοναδικότητάς του ως ιστορικού και ανθρώπινου ντοκουμέντου, αλλά και ως στιγμής ύστατης μαρτυρίας ενός ανθρώπου ο οποίος, κατά την έκφραση του Πρίμο Λέβι, «αντίκρισε τη Μέδουσα». Γράφει ο Νατζαρή αναλογιζόμενος την αδιανόητη συνθήκη του μελλοθάνατου: «Αγαπημένοι μου θα πείτε διαβάζοντας τι εργασία έκαμνα, πώς μπόρεσα να κάνω εγώ […] αυτή τη δουλειά καίγοντας τους ομοθρήσκους μου, το έλεγα και εγώ στην αρχή […] αλλά με κρατούσε πάντα η εκδίκησις. Θέλησα να ζήσω για να εκδικηθώ τον θάνατο του Μπαμπά, της Μαμάς και της αγαπημένης αδελφούλας μου Νέλλης. Δεν φοβάμαι τον θάνατο, είναι δυνατόν να τον φοβηθώ μετά από τόσα που είδαν τα μάτια μου;».

Ομως η επιθυμία για εκδίκηση δεν κάνει τον Νατζαρή να χάσει την ανθρωπιά ή την αξιοπρέπειά του. Το αντίθετο. Είναι ο συνδυασμός οργής και ηθικής επιταγής για αντίσταση, όπως το διατυπώνει πολύ εύστοχα η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και επιμελήτρια της έκδοσης των χειρογράφων, που του επιτρέπει να διατηρήσει την αίσθηση των ηθικών διλημμάτων χωρίς να μετατραπεί σε αυτόματο. Είναι, με άλλα λόγια, ο ανθρώπινος χαρακτήρας της αφήγησής του που μας επιτρέπει να διαβάζουμε σήμερα τη μαρτυρία του ως ένα κομμάτι ατομικής και ταυτόχρονα συλλογικής ιστορίας.

Ο ίδιος δεν μιλούσε για το τραύμα της στρατοπεδικής εμπειρίας και ποτέ δεν επιδίωξε την έκδοση των χειρογράφων του. «Κανένας δεν θα τον πίστευε» γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα ο γιος του Αλμπέρτος Νατζαρή. Πρόκειται εδώ για έναν κοινό τόπο της φιλολογίας του Ολοκαυτώματος που αντανακλά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι επιζώντες επιστρέφοντας στις πατρίδες τους. Η αδυναμία τους να µεταφέρουν το µέγεθος του ολέθρου και η επιθυµία των κοινοτήτων στις οποίες επανεντάσσονταν να υπερβούν την εµπειρία του πολέµου είναι σήμερα γεγονότα µελετηµένα σε βάθος.

Μετά την επιστροφή, τι;

Η αναμέτρηση αυτή με την απουσία νοήματος διαποτίζει τον δεύτερο τόμο της σειράς, που φέρει τον τίτλο Και όμως όλοι τους δεν πέθαναν, έργο του γιατρού Ισαάκ Ματαράσσο. Ο Ματαράσσο δεν εκτοπίστηκε στα στρατόπεδα αφού διέφυγε με τον ΕΛΑΣ στο βουνό. Εγραψε όμως το πρώτο χρονικό για τον διωγμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στα ελληνικά, μεταφέροντάς μας, μεταξύ άλλων, τους διαλόγους του με τους πρώτους επιζώντες που επέστρεψαν στις, όποιες, εστίες τους.

Δεν θα σταθούμε στην περιγραφή των διώξεων που είδε με τα ίδια του τα μάτια και κατέληξαν στην καταστροφή της εβραϊκής κοινότητας της πόλης. Η ιστορική αξία αυτών των μελετών και των σχολίων που τις συνοδεύουν έχει υπογραμμιστεί στη σχετική βιβλιογραφία. Ουσιαστικότερη της τεκμηριωτικής της λειτουργίας μπορεί να αποδειχθεί η μαρτυρία του Ματαράσσο για όσα μεταφέρει ότι λέγονται (ή δεν λέγονται) στις συναντήσεις με τους συνομιλητές του. Η βαρύτητα, για παράδειγμα, του «Μίλησε, Μπατή, μίλησε!» που απευθύνει στον Λεόν Μπατή, τον πρώτο από τους εκτοπισμένους που γύρισαν στη Θεσσαλονίκη, δεν στοχεύει μόνο στο να γίνουν γνωστά τα εγκλήματα των Ναζί, αλλά ενέχει μια διάσταση σχεδόν θεραπευτική: «Ημασταν θύματα της δυσπιστίας μας», φέρεται να λέει ο Μπατής, «ήταν απίστευτο […] αλλά σήμερα καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι εκείνο που άλλοτε ήταν απίστευτο ήταν η ίδια η δυσπιστία μας. Ημαστε ο κοινός νους και δεν φανταζόμασταν ποτέ τόση σατανικότητα στο έγκλημα».

Η μουγκή συνειδητοποίηση του μεγέθους της βαρβαρότητας και η, υποχρεωτική, ανάληψη ενός νέου ηθικού ρόλου από τη μεριά των επιζώντων, ως φορέων αυτής της μνήμης, είναι τα δύο στοιχεία που τροφοδοτούν την ανάγκη του Ματαράσσο να συντάξει τη μαρτυρία του. Από την άποψη αυτή, το Και όμως όλοι τους δεν πέθαναν αντηχεί τους φόβους και τις προσδοκίες μιας ολόκληρης (κατεστραμμένης πια) κοινότητας. Οπως και ο Νατζαρή («λέγαμε καλύτερα να είμαστε σκορμπισμένοι, μπορεί κάποιος από εμάς να βγη ζωντανός καμιά φορά να τα πη στους άλλους»), έτσι και ο Ματαράσσο θέλει να κάνει τις φωνές των νεκρών να ακουστούν. Στόχος του είναι η διήγησις, ώστε η ανθρωπότητα να μη γνωρίσει ξανά την αδιανόητη ώρα της ανατροπής των αξιών: «Σήμερα […] πρέπει να σκεπτόμαστε και να σημειώσουμε αυτές τις τερατώδεις πράξεις που και οι πιο άγριοι λαοί δεν μπορούν ούτε καν να σκεφτούν […]. Αφού απόψε παρουσιαστήκατε [Εβραίοι της Θεσσαλονίκης] μπροστά μας, παραδίδομε και πάλι την ιστορία σας στη μεγάλη Ιστορία της ανθρωπότητος και είθε η αθωότης σας να μπορέσει να φωτίσει τους κακούς που σφυρηλατούν και διατηρούν την κακία σε τούτη τη γη».

Αλληλογραφία

Γράμματα από το γκέτο

Η συλλογή επιστολών Μη με ξεχάσετε μας μεταφέρει από το μακροσκοπικό επίπεδο του υπαρξιακού φόβου στη μικροσκοπική κλίμακα της οικογενειακής αλληλογραφίας. Στον εν λόγω τόμο εκδίδονται οι επιστολές που απέστειλαν τρεις εβραίες μητέρες από το γκέτο της Θεσσαλονίκης στους γιους τους στην, υπό ιταλική κατοχή, Αθήνα. Η ένταση εδώ είναι εντελώς διαφορετική: τρεις γυναίκες από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις γράφουν τα νέα τους, περιγράφουν την καθημερινότητα και την αγωνία τους μπροστά στη διαρκώς επιδεινούμενη κατάσταση που βιώνουν, ανησυχούν για τον καιρό στην Αθήνα, ζητούν από τα παιδιά τους να ντύνονται καλά, να τρώνε και να διαβάζουν τα μαθήματά τους…

Το, γνωστό σε εμάς, τέλος αυτών των γυναικών, οι οποίες εκτοπίστηκαν και βρήκαν τον θάνατο στο Αουσβιτς, δραματοποιεί την τρυφερότητα των λόγων τους και μοιραία προσωποποιεί το δράμα. «Μαθαίνω ότι δεν τρέφεσαι καλά. Μην το κάνεις αυτό γιατί με τις εξετάσεις θα έχεις ανάγκη δυνάμεων. Προσπάθησε να τρως σωστές τροφές γιατί όταν γυρίσεις θέλω να είσαι σε καλή κατάσταση» έγραφε τον Μάιο του 1942 η Σάρα Σαλτιέλ στον γιο της Μωρίς με μια οικειότητα σπάνιας όσο και ασύνειδης τραγικότητας.

Επικοινωνία με φαντάσματα

Οι επιστολές του Μωρίς και των άλλων παραληπτών δεν έχουν σωθεί. Συνολικά όμως η θλίψη των, κατά κάποιον τρόπο, αποχαιρετιστήριων αυτών επιστολών δεν καταφέρνει παρά να υπογραμμίσει την εγγενή αδυναμία της ανθρώπινης συνθήκης μπροστά στο επερχόμενο τέλος. Υπενθυμίζοντάς μας την αποτυχία του επιστολικού μέσου να καταργήσει την απόσταση μεταξύ δύο συνομιλητών, ο Παναγιώτης Μουλλάς μίλησε για τον Λόγο της απουσίας και για επικοινωνία «με φαντάσματα». Η διαπίστωσή του πως «αφότου υπάρχει γραφή οι άνθρωποι προσπαθούν, όσο μπορούν, να γεμίσουν με λέξεις το πηγάδι της απουσίας» λαμβάνει μια άλλη, ακόμα δραματικότερη διάσταση στα γράμματα αυτών των γυναικών. «Εχω το παντελόνι της πιζάμας σου εδώ, είναι κρεμασμένο και με παρηγορεί ότι είσαι εδώ» λέει η Νεάμα Καζές· μόνο που στην περίπτωσή της (όπως και των υπόλοιπων Εβραίων του γκέτο) τα φαντάσματα είναι σχεδόν αληθινά και το πηγάδι άδειο.

Οι μαρτυρίες της εξόντωσης της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης δεν συνιστούν απλά τεκμήρια ή δυνητικές ιστορικές πηγές. Είναι κατά κάποιον τρόπο μέσα επικοινωνίας, φαντασματικά, που η λειτουργία τους στηρίζεται στην αναγνώριση της απόστασης –φυσικής ή μεταφυσικής. Από αυτή την άποψη μπορούν (ή πρέπει) να διαβαστούν ως φορείς του σύγχρονού μας μνημονικού καθεστώτος. Και αυτό όχι μόνο επειδή θέτουν ερωτήματα για τη φύση και τη λειτουργία της μνήμης, αλλά κυρίως διότι αποδεικνύουν ότι πίσω από κάθε μάρτυρα κρύβεται, περισσότερο από μια ηθική επιλογή, μια εύθραυστη και πολύτιμη ανθρώπινη ύπαρξη.

Μαρσέλ Νατζαρή
Χειρόγραφα

1944-1947

Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2018, σελ. 240

Τιμή: 15 ευρώ

Ισαάκ Ματαράσσο

Και όμως όλοι τους δεν πέθαναν…

Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2018, σελ. 224

Τιμή: 15 ευρώ

Λεόν Σαλτιέλ (Επιμ.)

Μη με ξεχάσετε

Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2018, σελ. 296

Τιμή: 15 ευρώ