Η είδηση του θανάτου του Κώστα Πολυχρονίου προκάλεσε θλίψη στην οικογένεια του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο Πολυχρονίου υπήρξε αρχηγός του Ολυμπιακού για πάνω από δώδεκα χρόνια. Ηταν πρωταγωνιστής στη μυθική του νίκη επί της Σάντος, όταν κάποτε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας σταμάτησε τον Πελέ –το θύμιζε καμαρώνοντας. Υπήρξε ομοσπονδιακός προπονητής στην Εθνική Ελπίδων, αλλά και στην Εθνική Ανδρών. Ως προπονητής πέρασε και από τον Ολυμπιακό, ενώ δούλεψε και σε πολλές άλλες ομάδες. Κυρίως, όμως, υπήρξε ένας άνθρωπος μιας άλλης εποχής και σε σκλάβωνε με τη φυσική του ευγένεια. Πράγμα σήμερα δυσεύρετο στον χώρο του ποδοσφαίρου και όχι μόνο.

Μάθημα

Κατά καιρούς, όταν οι δημοσιογράφοι κάνουν την αυτοκριτική τους, συνηθίζουν να αναφέρονται σε παίκτες και προπονητές που αδίκησαν: το κάνουν με την παιχνιδιάρικη διάθεση, με την οποία οι άντρες μιλάνε για γυναίκες που παράτησαν. Οπως ακριβώς και οι ηρωίδες των αντίστοιχων ιστοριών, έτσι και οι προπονητές είναι καλόβολα πλάσματα που έπεσαν θύματά τους, πιστεύοντας πως ο καλόκαρδος αλήτης που έχουν απέναντί τους θα αλλάξει και θα αναγνωρίσει τη μοναδικότητά τους. Ο αλήτης, που έπειτα από χρόνια διηγείται τις ιστορίες, μιλάει με ενοχή. Ηξερε πως οτιδήποτε κι αν συνέβαινε δεν θα παντρευόταν ποτέ το κορίτσι και δεν θα αναγνώριζε κανένα θρίαμβο του προπονητή –εξού και η αδικία. Ομως στην περίπτωση της κριτικής που έγινε στον Πολυχρονίου τον καιρό που αυτός ήταν στην Εθνική, δεν μιλάμε για αδικία: μιλάμε για κανονικό ποινικό αδίκημα. Ποτέ ίσως η κριτική δεν υπήρξε τόσο προκατειλημμένη. Οσο ήταν στην Εθνική ήταν «ο κύριος κυρ Κώστας, ο Πολυχρονεμένος», όπως ειρωνικά όλοι έγραφαν.

Πίκρα

Ο Πολυχρονίου ανέλαβε την Εθνική μετά το απόλυτο κάζο στο Μουντιάλ των ΗΠΑ. Ο Αλκέτας Παναγούλιας παραιτήθηκε. Η καρέκλα του ομοσπονδιακού ήταν ηλεκτρική και χρήματα για να αναλάβει ξένος δεν υπήρχαν. Ο Πολυχρονίου είχε απλά πάρει προαγωγή στην Ανδρών γιατί είχε οδηγήσει την Ελπίδων στον τελικό του Πανευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, τον οποίο και έχασε από μια πανίσχυρη Γαλλία, γεμάτη από παίκτες που το 1998 έγιναν παγκόσμιοι πρωταθλητές.

Το 1996

Στα προκριματικά του Πανευρωπαϊκού του 1996 η Εθνική αποκλείστηκε χάνοντας εκτός έδρας δυο ματς με αντιπάλους θεωρητικά του χεριού της. Η πικρή ήττα ήταν από τη Φινλανδία με 2-1 και η καθοριστική από τη Σκωτία με 1-0: οι Σκωτσέζοι τελικά προκρίθηκαν. Ομως υπήρχε μια λεπτομέρεια που πριν από την καταδίκη του προπονητή πρέπει να τη λάβουμε υπόψη μας: τα δυο αυτά ματς έγιναν το πρώτο στις 11 Ιουνίου και το δεύτερο την επομένη του Δεκαπενταύγουστου, σε δυο δηλαδή ημερομηνίες πραγματικά κακές για τους έλληνες παίκτες. Στο Ελσίνκι ο Πολυχρονίου είχε πάει με μια ομάδα γεμάτη κατάκοπους ποδοσφαιριστές –το πρωτάθλημα είχε τελειώσει μόλις δέκα μέρες πριν. Η Εθνική μας είχε προηγηθεί με ένα γκολ του Νικολαΐδη και μετά κατέρρευσε. Στη δε Γλασκώβη εμφανίστηκε μια Εθνική με παίκτες που δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους, αφού όλοι ήταν στο στάδιο της προετοιμασίας! Ο Πολυχρονίου είχε αναλάβει την ομάδα όταν το πρόγραμμα των αγώνων είχε σχηματιστεί και είχε πέσει θύμα της ιστορικής ανοργανωσιάς της ΕΠΟ. Οι τότε παράγοντες είχαν το μυαλό τους στο ταξίδι στις ΗΠΑ: ποιος ν’ ασχοληθεί με το πρόγραμμα των προκριματικών του Euro; Τότε αυτό προέκυπτε κατόπιν συμφωνίας των ομάδων. Οι δικοί μας είχαν υπογράψει ένα που τους έφεραν…

Αλεξανδρής

Μολονότι μετά την ήττα από τους Σκωτσέζους ο Πολυχρονίου προβλήθηκε σαν ένα είδος προδότη της χώρας, στην ΕΠΟ, επειδή γνώριζαν ότι αυτοί τον πήραν στον λαιμό τους, του έδωσαν μια ακόμα ευκαιρία. Στα προκριματικά του Μουντιάλ του 1998 εμφάνισε μια ομάδα ακόμα καλύτερη –γεμάτη νιάτα και ταλέντο. Κέρδισε δυο φορές τους Βόσνιους και τους Σλοβένους, έφερε ισοπαλία στο Ζάγκρεμπ με την πανίσχυρη Κροατία του Σούκερ κι έφτασε να παίξει τα πάντα με τη Δανία στο ΟΑΚΑ. Ηταν καλύτερη, αλλά δεν βρήκε το γκολ που έψαχνε: ο Νταμπίζας είχε δοκάρι και ο Αλεξανδρής στο 88′ είχε νικηθεί από τον πολυτάλαντο τερματοφύλακα Σμάιχελ. Φυσικά για την αθλητικογραφία μας ο νούμερο 1 υπεύθυνος ήταν ο Πολυχρονίου, που απολύθηκε με συνοπτικές διαδικασίες για να ‘ρθει ο μεγάλος ξένος. Ηρθε, τον έλεγαν Ανχελ Ιορντανέσκου, έμεινε κάτι μήνες, τσακώθηκε με όλους, απέτυχε παταγωδώς. Παρά τα ωσαννά εν τοις υψίστοις του αθλητικού Τύπου της εποχής.

Κριτική

Το αληθινά ενδιαφέρον στην ιστορία είναι ότι ο Πολυχρονίου έζησε το δημόσιο λιντσάρισμα που αποκαλούσαμε «κριτική», με ολύμπια ψυχραιμία και ένα αξέχαστο χαμόγελο. Δεν αντιδίκησε με κανέναν, δεν εξέφρασε ποτέ του την παραμικρή πικρία δημοσίως, δεν βγήκε να κάνει επικριτικές δηλώσεις για παίκτες και παράγοντες όταν μετά τη φυγή του η Εθνική τα πήγε χειρότερα. Ολη αυτή η αριστοκρατική συμπεριφορά θα ‘πρεπε να γίνεται μάθημα στους προπονητές του καιρού μας: η μόνη άμυνα του προπονητή απέναντι στον Τύπο, όσο σκληρός και άδικος κι αν είναι, πρέπει να είναι πάντα η ευγένεια, που επιτρέπει αποστασιοποίηση και καθαρό μυαλό. Κάποτε, όταν τον είχα καλεσμένο σε μια τηλεοπτική εκπομπή, τον ρώτησα πώς άντεχε όλα όσα άδικα του γράφαμε. «Ξέρεις», μου είπε χαμογελώντας, «υπάρχουν πολλοί δημοσιογράφοι που θα ήθελαν να γίνουν προπονητές, όμως εγώ δεν θέλω να γίνω δημοσιογράφος. Ο τυχερός της ιστορίας ήμουν πάντα εγώ, που έκανα το επάγγελμα που κάποιοι από σας θα ήθελαν να κάνουν». Δεν με είχε πείσει ότι δεν τον πείραζε η αδικία, αλλά η απλοϊκή προσέγγισή του με είχε βοηθήσει

να καταλάβω τον κόσμο από

τον οποίο προερχόταν. Ο Πολυχρονίου ένιωθε τυχερός άνθρωπος γιατί είχε ζήσει περιπέτειες που εμείς μπορούσαμε μόνο να περιγράψουμε. Ηθελε να πιστεύουμε πως, κατά βάθος, μας λυπόταν.

Δομάζος

Ο Κώστας Πολυχρονίου μιλούσε λίγο παράξενα ελληνικά που έκαναν τον κόσμο να χαμογελά. Ελεγε π.χ. ότι «τους παίκτας πρέπει να τους σέβεσαι». Ελεγε επίσης απίστευτες ιστορίες: κάποτε μου ‘χε πει ότι ένας διαιτητής σε ένα ντέρμπι απέβαλε αυτόν και τον Μίμη Δομάζο και μετά τους παρακάλεσε να επιστρέψουν! Δεν ξέρω αν ήταν καλός προπονητής: ίσως και να μην ήταν. Στον καιρό του ο προπονητής εμψύχωνε, τιμωρούσε, επιβράβευε –ήταν κάτι σαν διοικητής, τώρα ο ρόλος είναι πιο σύνθετος. Ισως ο Πολυχρονίου να μας κακοφαινόταν γιατί δούλευε στην Εθνική σε μια εποχή που το επάγγελμα άλλαζε κι αυτός μας φαινόταν λίγο ρετρό –ίσως πάλι απλά να ήταν της μόδας η επίθεση στον ομοσπονδιακό όποιος κι αν ήταν: αυτό σταμάτησε με τον Οτο Ρεχάγκελ. Οπως και να ‘χει θα θυμάμαι πάντα τη φυσική του ευγένεια. Δεν ήταν ποτέ ένας από μας: ήταν ένας κύριος.