Είναι, άραγε, ο τρόπος που συνδυάζεται το μεσογειακό μας ταμπεραμέντο με τον ανατολίτικο ηδονισμό ακόμη και με τον θρησκευτικό συμβολισμό του «ο Χριστός συγχώρεσε την πόρνη και τον ληστή» που καλλιεργούν αυτήν τη ρομαντική συμπάθειά μας για το περιθώριο; Είναι γιατί η πορνεία αποτελούσε, σε παλαιότερες δεκαετίες, υπόθεση (κάποιες φορές και λύση ανάγκης) της γειτονιάς και όχι «πακέτο» σκληρής σωματεμπορίας; Ή μήπως επειδή οι παραβατικοί ήταν στην πλειοψηφία τους, εκείνες τις μακρινές εποχές, φτωχοδιάβολοι; Οφείλεται, ίσως, στο γεγονός ότι ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της μουσικής μας παράδοσης, το ρεμπέτικο τραγούδι, είχε για λίκνο του μια αχαρτογράφητη κοινωνική περιοχή στα όρια του νόμου; Σε όλα αυτά μαζί και στο καθένα χωριστά μπορεί να ανιχνεύσει κάποιος τις αιτίες της γοητείας που ασκεί πάνω μας ο υπόκοσμος στη vintage εκδοχή του. Κυρίως γραφικός, ελάχιστα επικίνδυνος.

Βρίθουν από παραδείγματα οι πηγές της σύγχρονης κουλτούρας μας, λαϊκής και μη. Η θρυλική μαντάμ Ορτάνς που το όνομά της δόθηκε σε δρόμο στην Ιεράπετρα και κέρδισε την αθανασία μέσα από τον «Ζορμπά» του Καζαντζάκη. Και η Κατερίνα, η πονόψυχη «πόρνη του χωριού» στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Η Μελίνα – Ιλια, η ευτυχισμένη πειραιώτισσα πόρνη του «Ποτέ την Κυριακή». Ο «Μπάμπης ο Σουγιάς» που έχει περάσει πλέον ως αναφορά χαρακτήρα στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Οι περιστασιακές εκδιδόμενες στο «10» του Καραγάτση. Η ρομαντική Καρέζη, η ρεαλίστρια Χρονοπούλου, η ουτοπίστρια Λιβυκού, η παθιάρα Χέλμη, η πεταχτούλα Αννουσάκη –δηλαδή τα «κορίτσια» στα «Κόκκινα φανάρια», μιας από τις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες. Η Αννα Καλουτά όταν με τα δικά της «κορίτσια» καλωσορίζει τα «ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα» στο «Καλωσήρθε το δολάριο». Ο Αθηνόδωρος Προύσαλης και ο Νίκος Φέρμας, οι δύο χαρακτηριστικοί μάγκες του παλιού ελληνικού σινεμά. Και το αξεπέραστο ζευγάρι της «Κάλπικης λίρας» –ο Μίμης Φωτόπουλος ως απατεωνάκος που παριστάνει τον τυφλό και η τροτέζα (εκ του τροτουάρ) Σπεράντζα Βρανά.