Στις 30 Απριλίου του 1945, το βράδυ, όταν ο επιλοχίας Μιχαήλ Α.Φ. Γεγκόροφ και ο λοχίας Μελίτων Β. Καντάρια έστηναν την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο πάνω από τον κεντρικό τρούλο του Ράιχσταγκ, η Ιστορία άλλαζε σελίδα.

Η επιβλητική σκηνή, απαθανατισμένη από τον φακό του Γεβγένι Χαλντέι, θα έμενε ως μία από τις πιο επικές φωτογραφίες που τραβήχτηκαν ποτέ. Και παρά τη φιλολογία που συνόδευσε το στιγμιότυπο, η ουσία δεν άλλαξε: ο Γεωργιανός Μελίτων Καντάρια που στερέωσε τη σημαία και ο Ρώσος Μιχαήλ Γεγκόροφ που τον βοήθησε, δύο νεαροί μαχητές του Κόκκινου Στρατού που είχαν ήδη πολεμήσει σκληρά τον φασισμό, που προέρχονταν από μια χώρα με 20 εκατομμύρια νεκρούς, ήταν εκείνοι που θα συμβόλιζαν τελικά στα μάτια της ανθρωπότητας τη συντριβή της χιτλερικής Γερμανίας από τον σοβιετικό λαό.

Η κόρη του λοχία Καντάρια, μια χαμογελαστή γυναίκα 72 ετών σήμερα, ζει στην Ελλάδα. Μιλώντας για πρώτη φορά σε ελληνικό μέσο ενημέρωσης, διηγείται στα «ΝΕΑ» αναμνήσεις από τον πατέρα της και από την ημέρα εκείνη που ο φακός τον κατέγραψε να σηκώνει τη σημαία της νίκης πάνω από το κατεστραμμένο Βερολίνο.

«Θα γυρίσω µε το κεφάλι του Χίτλερ»

«Ο μπαμπάς μου γεννήθηκε στην Αμπχαζία. Είχε τελειώσει μόνο τέσσερις τάξεις του σχολείου γιατί ο παππούς και η γιαγιά μου είχαν επτά παιδιά, στο χωριό υπήρχε μεγάλη φτώχεια και έπρεπε να δουλεύει στα χωράφια. Το 1940 πήγε φαντάρος. Και από φαντάρο τον πήρανε στον πόλεμο. Ηταν 20 ετών» ξεκινά τη διήγησή της η Τσέλια Καντάρια.

«Κάποια στιγμή, το 1942, ο πατέρας μου τραυματίστηκε. Ετσι αποφασίστηκε να επιστρέψει στο σπίτι. Ο πόλεμος, όμως, συνεχιζόταν και οι ανάγκες μεγάλωναν, οπότε πήγαν, τον βρήκαν και του είπαν ότι έπρεπε να γυρίσει στο μέτωπο. Εκείνη τη στιγμή ο μπαμπάς μου κρατούσε ένα ξύλο γιατί έκανε δουλειές. Το κάρφωσε στο χώμα, φόρεσε το καπέλο του και είπε: «Αμα είναι έτσι, θα πάω. Και θα έρθω πίσω με το κεφάλι του Χίτλερ»» συνεχίζει η ίδια γελώντας. «Το κεφάλι του Χίτλερ δεν το έφερε, αλλά έβαλε τη σημαία στο Ράιχσταγκ» προσθέτει.

Στις 16 Απριλίου του 1945 άρχισε η μάχη του Βερολίνου. Η τελική μάχη, που θα αποδεικνυόταν ιδιαίτερα σφοδρή. Παρά την τεράστια στρατιωτική κινητοποίηση της ναζιστικής Γερμανίας και μολονότι τη διοίκηση των στρατευμάτων που πολεμούσαν στο Βερολίνο την είχε αναλάβει προσωπικά ο Χίτλερ, τα αμυντικά σχέδιά της απέτυχαν παταγωδώς. Τα σοβιετικά στρατεύματα μέσα σε τέσσερις μέρες είχαν προελάσει 30 χιλιόμετρα στο μέτωπο και πραγματοποιούσαν μεγάλη κυκλωτική κίνηση του εχθρού. Το κέντρο της πόλης ζούσε πρωτόγνωρες οδομαχίες. Μέχρι τις 28 Απριλίου το Βερολίνο είχε κατακερματιστεί και οι χιτλερικοί είχαν ουσιαστικά χάσει τον έλεγχο των μαχών. Τότε αποφασίστηκε η έφοδος στο Ράιχσταγκ. Η πρώτη επίθεση απέτυχε. Η γερμανική αντίσταση στα τελευταία της ήταν λυσσαλέα. Η δεύτερη προσπάθεια, που θα απέβαινε νικηφόρα, ξεκίνησε στις 29 Απριλίου, περίπου στις 6.30 το απόγευμα. «Τον Απρίλιο του 1945, όταν είχαν φτάσει στο Βερολίνο, τους φώναξε ο συνταγματάρχης και τους είπε: «Καντάρια, Γεγκόροφ και Σαμσόνοφ, αυτή η σημαία θα γίνει σύμβολο της νίκης κατά του φασισμού. Εσείς πρέπει να την ανεβάσετε στο Ράιχσταγκ». Ο διοικητής του Συντάγματος Ζιντσιένκο που τους έδωσε την εντολή έσκυψε και φίλησε τη σημαία. Το ίδιο έκαναν και εκείνοι. Ο μπαμπάς μου σκέφτηκε πως αυτό ήταν κάτι δύσκολο, οι πιθανότητες να επιζήσει κάποιος προσπαθώντας να ανέβει στο Ράιχσταγκ, το οποίο φυλούσαν πολεμώντας ακόμη οι Γερμανοί, ήταν ελάχιστες. Επειτα σκέφτηκε καλύτερα και είπε: «Και κάτω από το Ράιχσταγκ γίνεται πόλεμος και σκοτώνονται στρατιώτες και πάνω το ίδιο. Αν είναι να πεθάνω, ας πεθάνω σαν άντρας»» λέει η Τσέλια. Εν μέσω καταιγιστικών πυρών, υπό την κάλυψη ενός σοβιετικού λόχου και μαζί με μια ομάδα στρατιωτών που είχαν επικεφαλής τον υπολοχαγό Μπέρεστ, ανέβηκαν γρήγορα τη μεγάλη σκάλα του Ράιχσταγκ και άρχισαν να ρίχνουν χειροβομβίδες στους Γερμανούς. Ηταν 30 Απριλίου.

«Αρχισαν να ανεβαίνουν» διηγείται η κόρη του λοχία Καντάρια. «Στον δεύτερο όροφο σκοτώθηκε ο Σαμσόνοφ. Οταν ανέβηκαν πιο πάνω, οι Γερμανοί τραυμάτισαν τον Γεγκόροφ στο πόδι και ο μπαμπάς μου πήρε τη σημαία. Μαζί με τον τραυματισμένο Γεγκόροφ κατάφεραν τελικά να ανεβούν στη στέγη. Ο μπαμπάς μου έβαλε τη σημαία, γύρισε να φύγει και τότε η σημαία έπεσε. Οπότε έβγαλε τη ζώνη του, τη στερέωσε και κατέβηκαν». Ηταν η σημαία της 3ης Στρατιάς Κρούσης, στο 756 Σύνταγμα της οποίας υπηρετούσαν ως ανιχνευτές ο Μελίτων Καντάρια και ο Μιχαήλ Γεγκόροφ.

Η σημαία τοποθετήθηκε αρχικά σε μια τρύπα που είχε δημιουργηθεί από θραύσμα στην κοιλιά ενός αγάλματος αλόγου στην κορυφή του κτιρίου. Οταν οι δύο στρατιώτες διαπίστωσαν ότι η σημαία φαινόταν μόνο από τη μία πλευρά του κτιρίου, ανέβηκαν ψηλότερα και στερέωσαν το λάβαρο στον θόλο.

Από ήρωας της ΕΣΣΔ θύμα του εμφυλίου

Ολόκληρος ο κόσμος θα μάθαινε με δέος ότι η ναζιστική Γερμανία είχε ηττηθεί και ότι η σημαία του Κόκκινου Στρατού ανέμιζε στο Ράιχσταγκ. Για τους πρωταγωνιστές, όμως, οι μάχες δεν είχαν τελειώσει. Θα πολεμούσαν μέχρι τις 2 Μαΐου, ώρα 3 το μεσημέρι, οπότε τα γερμανικά στρατεύματα σταμάτησαν να προβάλλουν οποιαδήποτε αντίσταση. Ο Χίτλερ είχε αυτοκτονήσει την προηγούμενη μέρα. Οι λαοί είχαν νικήσει.

«Η καρδιά μου πλημμυρίζει από υπερηφάνεια για όλους τους σοβιετικούς στρατιώτες που πήραν μέρος στην ιστορική εκείνη έφοδο για την κατάληψη του τελευταίου οχυρού του φασισμού» θα έλεγε σε συνέντευξή του ο Καντάρια 30 χρόνια μετά την Αντιφασιστική Νίκη. «Μπροστά στα μάτια μου περνάνε οι δικοί μου δρόμοι του μετώπου. Ολα τα χρόνια του πολέμου τα πέρασα στην πρώτη γραμμή. Κι ύστερα από τέσσερα χρόνια τόσων δοκιμασιών είχα την τύχη να πολεμήσω στους δρόμους του Βερολίνου, πυρπολημένου από τους ίδιους τους υπερασπιστές του…».

Οπως διηγείται στα «ΝΕΑ» η Τσέλια Καντάρια, «ο μπαμπάς μου όταν γύρισε από τον πόλεμο συνέχισε να ζει στο χωριό Οτσαμτσίρε στην Αμπχαζία. Τον Μάρτιο του 1946 του έδωσαν το μετάλλιο ήρωα της Σοβιετικής Ενωσης. Τα επόμενα χρόνια τον τίμησαν πολύ. Μετά τον πόλεμο έκανε οικογένεια. Οταν ήταν 18 χρονών είχε παντρευτεί τη μητέρα μου, Βαρβάρα, και μετά τον πόλεμο, τον Ιούνιο του 1946, γεννήθηκα εγώ. Ο μπαμπάς μου δούλεψε τα επόμενα χρόνια σε ορυχεία και μετά πήγε στο Σοχούμι, όπου δούλεψε ως υπεύθυνος σε κρατικό κατάστημα κρεάτων». Η ζωή του συνεχίστηκε κανονικά.

«Οταν ο γιος μου ήταν να πάει πρώτη φορά στο σχολείο, πριν ξεκινήσει, πήγε στον μπαμπά μου και τον ρώτησε: «Παππού, όταν θα πάω στο σχολείο θα με ρωτήσουν πώς έγινε αυτό, πώς ανέβασες τη σημαία, τι να τους πω;»» λέει η Τσέλια. «Ξεκίνησε τότε να διηγείται και ύστερα από λίγο άρχισε να κλαίει. Ηταν πολύ συγκινημένος. Και σταμάτησε. Ηταν η τελευταία φορά που μίλησε γι’ αυτό. Εγώ γέρασα και δεν άκουσα τον μπαμπά μου ξανά να λέει αυτή την ιστορία» συνεχίζει.

«Ετσι έζησε στην Αμπχαζία και πέθανε στις 27 Δεκεμβρίου 1993, σε ηλικία 73 ετών». Ο Μελίτων Καντάρια πρόλαβε να ζήσει τον αποσχιστικό πόλεμο που ξέσπασε το 1992 μεταξύ της Αμπχαζίας και της Γεωργίας. Ηταν ένα από τα θύματα αυτής της σύγκρουσης. Στα 73 του χρόνια ο ήρωας της Σοβιετικής Ενωσης αναγκάστηκε να φύγει από το μέρος όπου έζησε σχεδόν όλη του τη ζωή, καθώς το σπίτι του καταστράφηκε. Πήγε στη Μόσχα μαζί με την οικογένειά του και εκεί πέθανε δύο μήνες αργότερα. «Στο τέλος της ζωής του ο μπαμπάς μου ήταν πολύ, πολύ στενοχωρημένος. Ηταν στενοχωρημένος με όσα είχαν γίνει μετά το 1990 στη χώρα και με τον πόλεμο που ξεκίνησε στην Αμπχαζία. «Εμείς τουλάχιστον», έλεγε, «πολεμήσαμε τους Γερμανούς. Εδώ αδέλφια πολεμούν το ένα το άλλο…»».

Κρατώντας τη σηµαία του πατέρα της

Η Τσέλια Καντάρια ζει στην Ελλάδα από το 1997. Τα πρώτα χρόνια που βρέθηκε στη χώρα μας εργάστηκε σε εστιατόριο στο Παλαιό Φάληρο, ενώ πλέον δεν εργάζεται, ζει με τα παιδιά και τα εγγόνια της. «Πρώτα ήρθε στην Ελλάδα η κόρη μου. Ηταν παντρεμένη από όταν ήμαστε στην Αμπχαζία με Ελληνα που έχει καταγωγή από τον Πόντο. Εκείνοι ήρθαν το 1993 και ο γιος μου ήρθε το 2004. Ποτέ στη ζωή μου δεν φανταζόμουν ότι θα βρεθώ μια μέρα να ζω στην Ελλάδα. Οτι θα είναι εδώ η οικογένειά μου. Αν μου το έλεγαν, θα μου φαινόταν απίστευτο. Ομως η ζωή τα φέρνει αλλιώς» λέει.

Κρατώντας τη σημαία που σήκωσε ο πατέρας της πριν από 73 χρόνια στο Ράιχσταγκ, η Τσέλια συμμετείχε στην πορεία μνήμης Αθάνατο Τάγμα που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαΐου, ανήμερα την Αντιφασιστική Νίκη. Σε αυτήν την πορεία κατά του φασισμού έδωσε κι εκείνη το «παρών» ως διακριτική υπενθύμιση των λόγων του Ερνεστ Χέμινγουεϊ: «Κάθε άνθρωπος που αγαπά την ελευθερία χρωστά στον Κόκκινο Στρατό περισσότερα από όσα μπορεί ποτέ να πληρώσει».