Η ταινία «The master» του Πολ Τόμας Αντερσον παραθέτει τα ψυχολογικά προφίλ δυο ανδρών που δείχνουν άρρηκτα συνδεδεμένοι, πλησιάζοντάς τους αρκετά για να τους καταστήσει ανθρώπινους, και πίσω απ’ αυτά επιχειρεί να μιλήσει για τη νεότερη αμερικανική ιστορία και τις ρωγμές στα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού όπως αυτός ανοικοδομήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ότι το σε συγκινεί βαθιά πετυχαίνοντας το πρώτο, ενώ ταυτόχρονα σου παραθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα «φουσκώσουν» μέσα σου το δράμα –και τις σημάνσεις του -, είναι ένα αθόρυβο κατόρθωμα, μια επίδειξη απόλυτου ελέγχου πάνω στο μέσο. Και όμως, το φιλμ δείχνει να φρενάρει μόλις χιλιοστά πριν τον στόχο του –εντύπωση που όμως είναι τελικά λανθασμένη.

Και όχι μόνο αυτό: Το «Master» είναι η πρώτη ουσιαστική φυγόκεντρη ταινία στην ιστορία του σύγχρονου κινηματογράφου. Μια ταινία που όσο αγγίζει την ουσία σημειολογικά τόσο την απωθεί δραματουργικά, και το αντίστροφο –πολλές φορές μέσα στο ίδιο κάδρο. Ο δε Αντερσον αρνείται στον θεατή την προσδοκώμενη κορύφωση, θεωρώντας (στην καλύτερη περίπτωση) πως έτσι θα τον υποχρεώσει να ανατρέξει σε αυτό που μόλις είδε, αναζητώντας το μεγάλο «γιατί» (στη χειρότερη περίπτωση, δεν ενδιαφέρεται καθόλου –αλλά αυτό δεν θα ‘χε νόημα, σωστά;). Οπως σε όλες σχεδόν τις ταινίες του, έτσι και εδώ μια σχέση «πατέρα» και «γιου» τοποθετείται σε μια ιδιαίτερη χρονική περίοδο της αμερικανικής ιστορίας. «Γιος» ο Χοακίν Φίνιξ στον ρόλο του Φρέντι Κουέιλ. Επιστρέφει από τον πόλεμο και τον βλέπουμε να αδειάζει καύσιμα από τα πυρομαχικά για να παρασκευάσει ένα… κοκτέιλ (τι εικόνα κι αυτή, και πόσα πράγματα λέει!). Ενα «υγρό πυρ» δηλαδή που, λογικά, θα πρέπει να του τρώει τα σωθικά, αν και, όπως μαθαίνουμε από τον ίδιο, «δεν σε σκοτώνει αν το πιεις έξυπνα» (λίγο αργότερα, μια από τις «δημιουργίες» του θα σκοτώσει έναν απερίσκεπτο πότη). Στο κεφάλι του δείχνουν να υπάρχουν μονάχα το αλκοόλ και το σεξ. Σε μια παραλία κάνει έρωτα σε μια γυναίκα φτιαγμένη από άμμο και, στη συνέχεια, μοιάζει να προσπαθεί να «σκάψει» μέσα της, να επιστρέψει στη μήτρα.

Με λίγα λόγια, είναι στον πάτο και σέρνεται. Κάπου εκεί συναντά τον «πατέρα», τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν στο ρόλο του Λάνκαστερ Ντοντ. Επικεφαλής μιας παραθρησκευτικής αίρεσης που μόλις έχει αρχίσει να αποκτά «πιστούς». Είναι αρκετά έξυπνος για να παίξει με το μυαλό των περισσοτέρων εκεί έξω και αρκετά επικίνδυνος ώστε να «παραβλέπει» τα ξεσπάσματα βίας του Φρέντι εναντίον των «απίστων» (όπως κάθε καλός φασίστας: φέρτε στον νου τους μπράβους μιας δικής μας εκλεγμένης συμμορίας και τη σχέση του Λάνκαστερ με τον Φρέντι και έχετε έναν, νομίζω, αρκετά δικαιολογημένο παραλληλισμό). Είναι και τυχερός: η μεταπολεμική Αμερική της δεκαετίας του ’50 αναζητεί μια φωτεινή πυξίδα. Ο κύριος Ντοντ είναι διαθέσιμος. Εδώ «κλειδώνει» και ο δεσμός τους. Γιατί μονάχα δαμάζοντας τον πρώτο θα μπορέσει ο Λάνκαστερ να επικυρώσει την αποτελεσματικότητα των λεγομένων του, αλλά και να αποδείξει πάνω στον εαυτό του πως είναι ικανός να «μαγέψει» και τον πλέον ανυπόταχτο. Βλέπετε, έχει κι αυτός μια δόση οργής να διαχειριστεί: κάθε φορά που κάποιος επικρίνει ή ειρωνεύεται τις διδασκαλίες του, ο Λάνκαστερ αντιδρά με μικρά ξεσπάσματα σχεδόν ορσονγουελικής ισχύος, ερμηνευμένα εξόχως από τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Αυτή η σκιαγράφηση της μεταξύ τους σχέσης, που ξεκινώντας από το τυπικό δίπολο εξουσιαστή – εξουσιαζομένου πλησιάζει και άλλα, παράξενα χωράφια, τοποθετείται ως σημειολογική διπλοτυπία πάνω στον χάρτη μιας κοινωνίας που αλλάζει στροφές και πετά την αθωότητά της στα λασπόνερα. Και όταν το φιλμ αποφασίζει να κλείσει, το κάνει επιστρέφοντας στη σεκάνς της παραλίας: ο Φίνιξ δίπλα στο χωματένιο γυναικείο σώμα, γαληνευμένος και οικειοθελώς εξαπατημένος, σαν τους πιστούς του Λάνκαστερ Ντοντ ή τους όποιους πιστούς. Είναι μια σεναριακή μαγκιά που ο Αντερσον υπηρετεί με μια εξίσου στιβαρή κινηματογράφηση: σε επίπεδο φωτογραφίας, καλλιτεχνικής διεύθυνσης, ερμηνειών και μουσικής υπόκρουσης, το «Master» είναι ένα κυριολεκτικά άφταστο φιλμ. Εστω κι αν το δράμα του, τελικά, αποτελεί μονάχα την αφορμή για το «φύτεμα» μιας νάρκης στο ασυνείδητο.

Σκηνοθεσία / σενάριο: Πολ Τόμας Αντερσον. Διεύθυνση φωτογραφίας: Μιχάι Μαλεμάρε τζούνιορ.

Μουσική: Τζόνι Γκρίνγουντ. Ηθοποιοί: Χοακίν Φίνιξ, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Εϊμι Ανταμς, Τζέσι Πλέμονς. Διάρκεια: 138 λεπτά