Είναι γνωστό ότι το ομόσπονδο κρατίδιο της Βαυαρίας, προπύργιο των Συντηρητικών και στη συντριπτική τους πλειονότητα ρωμαιοκαθολικών Γερμανών, μεταπολεμικά κυβερνάται αδιάκοπα από τη Χριστιανοκοινωνική Ενωση (CSU), αδελφό κόμμα της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU) της καγκελαρίου Μέρκελ. Επί δεκαετίες μάλιστα πρωθυπουργός του κρατιδίου διατέλεσε ο εμβληματικός όσο και αμφιλεγόμενος Φραντς Γιόζεφ Στράους.

Μετά τις τελευταίες εκλογές και την υπουργοποίηση στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας τού έως πρόσφατα πρωθυπουργού της Βαυαρίας Χορστ Ζέεχοφερ, στο κρίσιμο μάλιστα χαρτοφυλάκιο του υπουργού Εσωτερικών, υπεύθυνου και για τους μετανάστες και πρόσφυγες, ο νέος πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ αιφνιδίασε ακόμη και τους πιο φανατικούς ρωμαιοκαθολικούς, με μια αμφιλεγόμενη απόφασή του.

Από την 1η Ιουνίου κάθε δημόσια υπηρεσία της Βαυαρίας θα πρέπει να τοποθετήσει στη αίθουσα της εισόδου της έναν σταυρό, καθώς, κατά την επιχειρηματολογία του, ο σταυρός δεν αποτελεί ένδειξη μιας θρησκείας, αλλά θεμελιώδες σύμβολο της πολιτιστικής ταυτότητας του δυτικού χριστιανισμού. Ο ίδιος μάλιστα τοποθέτησε, on camera, έναν ξύλινο σταυρό, δώρο ενός πρώην καρδιναλίου του Μονάχου, σε τοίχο του πρωθυπουργικού γραφείου!

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κίνηση αυτή υπηρετεί σαφώς προεκλογικές σκοπιμότητες, καθώς το ακροδεξιό και ξενοφοβικό κόμμα AfD παρουσιάζει αύξηση της δημοτικότητάς του στη Βαυαρία, ικανή να απειλήσει την αυτοδυναμία της Χριστιανοκοινωνικής Ενωσης. Εντάσσεται, βεβαίως, και στο κύμα λαϊκισμού, ρατσισμού και ξενοφοβίας που επεκτείνεται σταδιακά, αλλά σταθερά σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Εκείνο που προέχει, όμως, να προβληθεί στο σημείο αυτό, είναι η αρνητική και οξεία αντίδραση της ίδιας της Εκκλησίας στην απόφαση αυτή. Ακριβέστερα μάλιστα των χριστιανικών Εκκλησιών, διότι η αντίδραση προήλθε από τις ηγεσίες τόσο της Ρωμαιοκαθολικής όσο και της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Γερμανίας.

Ο καρδινάλιος του Μονάχου και επικεφαλής της Διάσκεψης των Επισκόπων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στη Γερμανία Ράινχαρντ Μαρξ, σε δηλώσεις του στην έγκυρη «Süddeutsche Zeitung» τόνισε ότι η απόφαση αυτή, που προκαλεί «διχασμό, ανησυχία και αντιπαράθεση», συνιστά «απαλλοτρίωση» του σταυρού στο όνομα του κράτους, ενώ η πολιτική θα πρέπει να σέβεται την αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο ευαγγελικός επίσκοπος Βαυαρίας και πρόεδρος του Συμβουλίου της Ευαγγελικής Εκκλησίας Γερμανίας Χάινριχ Μπέντφορντ – Σρομ δήλωσε ότι ο σταυρός δεν θα πρέπει να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης για σκοπούς που δεν σχετίζονται άμεσα με τον ίδιο.

Αξιοσημείωτο είναι ακόμη το γεγονός ότι η πολιτική στόχευση του πρωθυπουργού της Βαυαρίας απέτυχε πλήρως, καθώς το ακροδεξιό κόμμα AfD απέρριψε την πρότασή του καταγγέλλοντας ότι «ο χριστιανικός σταυρός μετατρέπεται σε εκλογικό αξεσουάρ», ενώ οι δημοσκοπήσεις δείχνουν δύο στους τρεις Γερμανούς να αντιτίθενται στην απόφαση αυτή.

Δεν τρέφω ελπίδες, παρατηρώντας συστηματικά τα εκκλησιαστικά πράγματα στη χώρα μας, τουλάχιστον από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα, ότι δεν θα υπάρξουν μιμητές της απόφασης του Ζέντερ, έστω με παραλλαγές, τόσο στο ακροδεξιό πολιτικό φάσμα όσο και στους πιο συντηρητικούς κύκλους της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αλλωστε δεν έχουν ξεχαστεί προτάσεις βουλευτών να κτιστεί ορθόδοξη Εκκλησία στο προαύλιο της Βουλής ή να αναρτηθεί ο σταυρός στην αίθουσα του Κοινοβουλίου.

Σπεύδω, λοιπόν, να εξάρω, ως παράδειγμα προς μίμηση, τη στάση των Χριστιανικών Εκκλησιών στη Γερμανία, που υποδηλώνει την ανεξαρτησία τους από την πολιτική, από τα πολιτικά κόμματα και από τον φτηνό λαϊκισμό.

Ο Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών