Το τσιγάρο έτρεμε ανάμεσα στα δυο λεπτά του δάχτυλα, που θα μπορούσαν να ανήκουν και σε πιανίστα. Το παράθυρο πίσω του ανοιχτό. Τα παραθυρόφυλλα κουφωμένα κι ας έλαμπε ο ήλιος εκείνο το πρωινό της Καθαράς Δευτέρας. Μάταια όμως επιχειρούσε να τρυπώσει στο υπόγειο γραφείο της οδού Κουμπάρη και να υπενθυμίσει τον ερχομό της ανοιξης. Για τον Αγγελο Δεληβορριά δεν υπήρχαν καθημερινές, Σαββατοκύριακα και αργίες. Υπήρχαν μόνο ομιλίες που έπρεπε να ολοκληρώσει, μελέτες που έπρεπε να προχωρήσουν, πρόλογοι που περίμεναν να πάρουν τη θέση τους στους καταλόγους των επόμενων εκθέσεων, έγγραφα που ήταν επείγουσα ανάγκη να συμπληρωθούν για κάποια υπόθεση του μουσείου. Δεν είχε ελεύθερο χρόνο για να μου δώσει τη συνέντευξη που του είχα ζητήσει. Δεν ήθελε όμως και να μου την αρνηθεί. Κι έτσι κάναμε Κούλουμα μαζί. Μόνο που στο τραπέζι δεν είχαμε τα παραδοσιακά νηστίσιμα εδέσματα, αλλά νέες εκθέσεις, αγωνία για το μέλλον του μουσείου, πολιτική.

«Οταν το παρέλαβα, ήταν το 1/3 του σημερινού κεντρικού Μουσείου και τίποτε άλλο. Κι έχω κατηγορηθεί για το μεγάλωμά του διότι αυτή τη στιγμή έχει πολλά παραρτήματα και αρχεία», άφησε κάποια στιγμή το παράπονό του να βγει αυθόρμητα. «Αυτά θα γράψω και στο βιβλίο μου «Ενας απολογισμός και μια απολογία»», συνέχισε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του όπως συνήθιζε να κάνει όταν φορτιζόταν. Το πρόσωπό του συναγωνιζόταν σε χρώμα το κατακόκκινο κασκόλ που ήταν τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του (σχεδόν πάντα φορούσε κάτι κόκκινο: ένα κασκόλ, ένα μπουφάν, ένα πουκάμισο, λες και πίστευε ότι θα ξόρκιζε έτσι κάποιο κακό). «Τους βλέπεις αυτούς τους φακέλους; Θα το έχω έτοιμο του χρόνου. Και θα τα πω όλα εκεί μέσα». Στη βιβλιοθήκη πράγματι ξεχώριζαν δυο ασφυκτικά γεμάτοι γαλάζιοι φάκελοι με χειρόγραφα. Το βιβλίο ωστόσο δεν πρόλαβε να βγει. Κι ας έχουν περάσει κάμποσα χρόνια από τότε. Κι ας ήταν εκείνος άφευγος από το υπόγειο της οδού Κουμπάρη, ακόμη κι όταν αποχώρησε από τη θέση του διευθυντή το 2014. Μετακόμισε απλώς από το γραφείο του στη βιβλιοθήκη. Κι ας μη διέθετε τον ελάχιστο χρόνο στην τηλεόραση, καθώς εδώ και χρόνια είχε επιλέξει να μην έχει τηλεοπτική συσκευή. Κι ας σήκωνε τα μάτια του από τα χαρτιά του μόνο για χάρη λίγων καλών του φίλων των οποίων απολάμβανε τη συντροφιά ή για χάρη της όπερας, την οποία αγαπούσε με πάθος και ήταν σταθερά παρών στις πρεμιέρες της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Τι θα έγραφε άραγε στις σελίδες αυτού του βιβλίου; Ισως και να μην το μάθουμε ποτέ. Από την περασμένη Τρίτη, άλλωστε, που πέθανε ώς σήμερα πολλοί επιχείρησαν να κάνουν έναν απολογισμό του έργου του μακροβιότερου ίσως και ενός από τους τολμηρότερους διεθνώς διευθυντές, που χώρεσε ολόκληρη την Ελλάδα σε ένα μουσείο. Του αρχαιολόγου, οι μελέτες του οποίου σχετικά με την κλασική γλυπτική θεωρούνται κορυφαίες. Του ακούραστου μάνατζερ που κινούσε όλα τα νήματα με απίστευτη μαεστρία και κοιτούσε τον συνομιλητή του στα μάτια. Της προσωπικότητας που κατάφερνε να σταθεί –και συχνά να επισκιάσει –τους συνομιλητές του ανεξαρτήτως εθνικότητας ή ιδιότητας, αλλά κυρίως του ανθρώπου με την πάντα ανοιχτή αγκαλιά, που έλεγε έξω από τα δόντια όσα ένιωθε αδιαφορώντας για τη σύνθεση του ακροατηρίου, που μοίραζε απλόχερα γνώσεις και ιδέες, παρότρυνε, υποστήριζε και ενθάρρυνε τους νεότερους όχι απλώς αφήνοντάς τους χώρο, αλλά συχνά δημιουργώντας ειδικό χώρο γι’ αυτούς και που νοιαζόταν ειλικρινά για τους συνεργάτες του.

Οσο για την απολογία; Δεν θα καταλάμβανε μάλλον πολλές σελίδες. Σίγουρα κάπου εκεί θα ήθελε να απολογηθεί στους δικούς του ανθρώπους. Στους εργαζομένους τους οποίους έβλεπε καθημερινά για δεκαετίες και ορισμένους εκ των οποίων αναγκάστηκε να απολύσει ή να τους περικόψει τους μισθούς, κάτι που έφερνε βαρέως μέχρι τώρα. Ισως να απαντούσε σε όσους τον κατηγορούσαν ότι εμμένει σε έννοιες όπως της ελληνικότητας και της παράδοσης. Κι ίσως να είχε και ένα λόγο για την οικογένεια του –τη σύζυγό του επί τέσσερις και πλέον δεκαετίες Μαρία, που στεκόταν διακριτικά στο πλευρό του, στα δυο του παιδιά και τα εγγόνια του, από τους οποίους είχε κλέψει πολύτιμο χρόνο για να προλαβαίνει όλες εκείνες τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τη θέση του διευθυντή, του αρχαιολόγου και προσφάτως του ακαδημαϊκού. Την τελευταία ιδιότητα την πόθησε πολύ, αλλά δεν πρόλαβε να την χαρεί. Μια ένσταση από συνυποψήφιά του καθυστέρησε τις διαδικασίες για δύο χρόνια. Η επικύρωση της εκλογής του στις τάξεις των «αθανάτων» θα ολοκληρωνόταν και τυπικά με την επίσημη υποδοχή του την Τρίτη. Την ημέρα που άφησε την τελευταία του πνοή.

Ηταν Μεγάλη Δευτέρα όταν το γνωστό «λέγε» ακούστηκε από τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή του στην άλλη άκρη της γραμμής. Αν και είχα εισπράξει αναρίθμητες φορές αυτή την κοφτή απάντηση –χωρίς καν καλημέρα κάποιες φορές –πάντα μου δημιουργούσε αμηχανία, την αίσθηση ότι ενοχλώ. Το ήξερε, το θυμήθηκε που του το είχα εκμυστηρευτεί και σχεδόν ταυτόχρονα έβαλε τα γέλια. «Πες βρε τι θέλεις…». Συζητήσαμε για λίγο και πριν κλείσει μού είπε. «Λοιπόν, σε περιμένω αμέσως μετά το Πάσχα. Να ‘χω τελειώσει και με αυτή την ομιλία της Ακαδημίας…». Το ραντεβού δεν έγινε ποτέ. Μεγάλη Πέμπτη μπήκε στο νοσοκομείο με πνευμονικό οίδημα. Η πρόσκληση για την τελετή υποδοχής στην Ακαδημία βρίσκεται ακόμη πάνω στο γραφείο. Καθώς την κοιτάζω αναδύεται μια γνώριμη εικόνα. Κάπου στη Βασιλίσσης Σοφίας, συνοδηγός πάνω σε ένα μηχανάκι. Καθώς με προσπερνά, ο αέρας τού παίρνει το κασκόλ κι εκείνος κουνάει με εφηβικό ενθουσιασμό το χέρι για να με χαιρετήσει. Αντίο Αγγελε Δεληβορριά. Σε ευχαριστούμε.