Σε μια αίθουσα χτισμένη κάτω από την επιφάνεια της αθηναϊκής γης σκίστηκε το βέλο της υποκρισίας και αποκαλύφθηκε το συνειδησιακό υποκείμενο της νεοελληνικής κουλτούρας. Το πάτημα ενός κουμπιού στον σταθμό του μετρό στους Αμπελόκηπους ήταν αρκετό για να ανέβει μία σύγχρονη τραγωδία με πρωταγωνιστές τους κατοίκους της άλλοτε πόλης- συμβόλου της Δημοκρατίας. Η εμφάνιση ενός κοινωνικού φυράματος που αντιμετωπίστηκε ως αμερικάνικο «γκανγκ», ένα χοντροκομμένο αστείο με το οποίο δυσκολεύονται να γελάσουν ακόμα και τα κονσερβοποιημένα γέλια.

Ανθρωποι κάθε ηλικίας, μορφωτικού, κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου έτρεχαν να γλιτώσουν από την παγίδα. Γιατί έτσι αντιλαμβάνονται την υποχρέωσή τους να πληρώνουν το αντίτιμο για τις μετακινήσεις τους.

Ηταν το ξεγύμνωμα της πολιτικής τού «δεν πληρώνω», του «ωχαδερφισμού» και της κρατικής χαλαρότητας στην επιβολή του νόμου.

Η σπορά της ιδέας «όλα τσάμπα» στον φρεσκοοργωμένο ψυχικό κάματο της οικονομικής κρίσης έβγαλε ρίζες που άρχισαν να απλώνονται, να δυναμώνουν και να δίνουν ώθηση στο δέντρο της «αυταπάτης» όπως βαφτίστηκε το ψέμα.

Η συνείδηση του απλού πολίτη για τις υποχρεώσεις του απέναντι στο κράτος ακρωτηριάστηκε από διψασμένους για εξουσία πολιτικούς, που δίδαξαν τους νέους κανόνες της σύγχρονης ψευδοδημοκρατίας.

Το φαντασιακό «δεν ελέγχομαι, δεν πληρώνω» απέκτησε υπόσταση, μπορεί χωρίς γραβάτα, αλλά σίγουρα με μπρούτο λόγο. Δίδαξε πως η ατομική ευθύνη δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια υποχρέωση των ανόητων απέναντι σε ένα κράτος που δεν σέβεται το ίδιο του το κύτταρο, τον πολίτη. Οταν οι διδάσκοντες κλήθηκαν να μετατρέψουν το λόγο σε πράξη, αντιλήφθηκαν πως το κράτος είναι μία αλυσίδα ανακύκλωσης που όταν σπάσει, παύει να λειτουργεί.

Η σεσημασμένη κουλτούρα του «δεν πληρώνω» επωάσθηκε στη μεταπολιτευτική Ελλάδα από τους γνωστούς φοροφυγάδες, επεκτάθηκε στο φακελάκι των δημοσίων υπαλλήλων, εξελίχθηκε σε πολιτική των Μνημονίων και εντέλει δημιούργησε στον Νεοέλληνα έναν συνειδησιακό εσμό, που σήμερα θεωρείται νόμιμη πρακτική απέναντι σε ένα κράτος που τον καταδυναστεύει.