Οταν οι πολίτες διερωτώνται κατά πόσο η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη, το κράτος δικαίου βρίσκεται σε κρίση. Οι αντοχές του εμφανίζονται μειωμένες στις κοινωνικές συγκρούσεις. Για να επιτελέσουν τα δικαστήρια αποτελεσματικά τη θεσμική αποστολή τους απαιτείται να έχουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Να προσέρχονται ενώπιόν τους οι πολίτες με βεβαιότητα ότι η έκβαση της υπόθεσής τους δεν θα εξαρτηθεί από προκαταλήψεις ή προσωπικές φιλοδοξίες του δικαστή ή από σχέσεις εξάρτησής του εκτός ή και εντός του δικαστικού σώματος. Η ευθύνη να διαφυλάσσεται το κύρος της Δικαιοσύνης ανήκει σε όλους τους παράγοντες της δημόσιας ζωής και πρωτίστως στους ίδιους τους δικαστές. Οι δικές τους τυχόν αντιθεσμικές συμπεριφορές επιφέρουν τα βαθύτερα τραύματα στην αξιοπιστία του δικαστικού έργου.

Η εμπιστοσύνη στους δικαστές προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία για τη λειτουργία της δημοκρατίας και για την κοινωνική ειρήνη σε περιόδους, κατά τις οποίες τα δικαστήρια καλούνται να κρίνουν υποθέσεις σχετιζόμενες με βασικές πολιτικές επιλογές ή με επεμβάσεις σε κοινωνικά κεκτημένα, όπως συμβαίνει στη πολυετή μνημονιακή περίοδο την οποία διανύει η χώρα μας. Αν και συχνά, και προεχόντως στις υποθέσεις αυτές, οι δικαστικές ενέργειες και κρίσεις καθίστανται αντικείμενο του δημόσιου λόγου και της κομματικής αντιπαράθεσης, επιβάλλεται, πέρα από την αυτονόητη υποχρέωση αποχής από κάθε παρέμβαση, να αποφεύγονται ενέργειες και δηλώσεις που δημιουργούν την εντύπωση ότι μπορούν να επηρεάσουν τη δικαστική κρίση. Διότι απαξιώνεται ο ρόλος της Δικαιοσύνης ως θεσμού προστασίας των ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων αν επικρατήσει, έστω και σε μέρος μόνο της κοινωνίας, η άποψη ότι τα δικαστήριά μας λειτουργούν με κριτήριο την αποδοχή, θετική ή αρνητική, των αποφάσεών τους από τον πολιτικό κόσμο, συμπολίτευση ή αντιπολίτευση, ή ακόμη με κριτήριο τον τρόπο αντιμετώπισης των κρίσεων τους από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την κοινή γνώμη που διαμορφώνεται από αυτά. Ο δικαστικός λαϊκισμός έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου.

Στην Ελλάδα κατοχυρώνεται το αυτοδιοίκητο του δικαστικού σώματος με συγκεκριμένες ρυθμίσεις, ακόμη και σε συνταγματικό επίπεδο. Τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστών κρίνονται από όργανα της Δικαιοσύνης με μία βασική απόκλιση ως προς την επιλογή του προεδρείου των δικαστηρίων. Εχω τη βεβαιότητα ότι η θεσμική κατοχύρωση παρέχει στο δικαστικό λειτουργό την ευχέρεια να αρνηθεί οποιαδήποτε προσπάθεια επηρεασμού από πρόσωπα εκτός δικαστικού σώματος, χωρίς καν να χρειάζεται να επιδείξει ιδιαίτερο σθένος.

Σε αντίθεση όμως με τις θεσμικές εγγυήσεις ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης έναντι των λοιπών κρατικών εξουσιών, το πλαίσιο οργάνωσής της δεν φαίνεται να εξασφαλίζει την εσωτερική ανεξαρτησία της. Το δικαστικό σώμα είναι δομημένο σε αυστηρή ιεραρχία. Το ίδιο το Σύνταγμα χρησιμοποιεί όρους που υποδηλώνουν ιεραρχική δομή, όπως υποβιβασμός, μετάθεση, μετάταξη, προαγωγή. Ακόμη και για τον ορισμό του προέδρου και των αντιπροέδρων των ανώτατων δικαστηρίων χρησιμοποιείται ο όρος προαγωγή. Αυτή η δημοσιοϋπαλληλική διάρθρωση του δικαστικού σώματος δεν εγγυάται την ανεξαρτησία του κάθε δικαστή κατά την άσκηση του έργου του.

Σημαντική εξουσία ασκούν οι πρόεδροι των ανώτατων δικαστηρίων σύμφωνα με τις νομοθετημένες αρμοδιότητές τους. Αυτός είναι κυρίως ο λόγος, για τον οποίο δίνεται βαρύτητα στον τρόπο επιλογής τους και στην αναζήτηση διαδικασίας ώστε να αποσυνδεθεί η επιλογή αυτή από κρίση κυβερνητικού οργάνου. Η αναζήτηση λύσης μέσω της μεταβολής του αρμόδιου για την επιλογή οργάνου είναι ατελέσφορη. Οι προτάσεις που έχουν υποβληθεί κατά καιρούς παρουσιάζουν αδυναμίες. Θεωρώ ότι το πρόβλημα αποφορτίζεται αν επαναπροσδιοριστούν η θέση στο δικαστικό σύστημα και οι εξουσίες του προεδρείου των ανώτατων δικαστηρίων προς την κατεύθυνση χαλάρωσης της αυστηρής ιεραρχίας, χωρίς, πάντως, να καταργούνται η δικαστική δεοντολογία και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις καθώς και η δυνατότητα ελέγχου της τήρησής τους. Τα περιθώρια εφαρμογής καταχρηστικών πρακτικών στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης θα ελαχιστοποιηθούν αν μεταβληθεί ο χαρακτήρας των θέσεων του προεδρείου από θέσεις επικεφαλής – ηγετών, όπως είναι στο σημερινό ιεραρχικό σύστημα, σε θέσεις συντονιστών της λειτουργίας των αντίστοιχων δικαστηρίων. Αν δηλαδή καταργηθούν αρμοδιότητές τους, που δεν είναι εξ ορισμού αναγκαίο να ασκούνται από το προεδρείο των ανώτατων δικαστηρίων, και μάλιστα στο σύνολο του αντίστοιχου κλάδου της Δικαιοσύνης, και παραλλήλως οριστεί συγκεκριμένη θητεία στις θέσεις αυτές, μετά τη λήξη της οποίας οι συγκεκριμένοι δικαστικοί λειτουργοί, εφόσον δεν έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας, παραμένουν ως μέλη του δικαστηρίου.

Δεν θεωρώ ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί ανάγκη πρώτης προτεραιότητας για την άρση υφιστάμενων θεσμικών αδυναμιών και δυσλειτουργιών. Αν πρόκειται, όμως, να τεθεί ζήτημα τροποποίησης της συνταγματικής διάταξης για τον τρόπο επιλογής του προεδρείου των ανώτατων δικαστηρίων, όπως προτείνεται από πολλές πλευρές, θα έπρεπε να εξεταστεί το ζήτημα και στην παραπάνω βάση.

Ο Κωνσταντίνος Μενουδάκος είναι πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και νυν πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.