Η ιταλική κακοδαιμονία ταλαιπωρεί και πάλι την Ευρώπη. Την είχε ταλαιπωρήσει το 2011 όταν φθάνοντας στα πρόθυρα της κατάρρευσης γλίτωσε, απαλλασσόμενη από τον γηραιό Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Την ταλαιπωρεί και σήμερα, με πρωταγωνιστή μεταξύ άλλων και τον κατά επτά χρόνια γηραιότερο Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Χωρίς τον οποίο ο ένας νικητής των εκλογών, ο ακροδεξιός Ματέο Σαλβίνι, αρνείται να συγκυβερνήσει, ενώ ο άλλος νικητής των εκλογών, ο Λουίτζι ντι Μάγιο του Κινήματος Πέντε Αστέρων, αρνείται ακόμη και να το συζητήσει. Κομφούζιο. Να δούμε αν θα λυθεί με τη διερευνητική εντολή που έλαβε χθες ο πρόεδρος της Βουλής Ρομπέρτο Φίκο από τον πρόεδρο της χώρας Ματαρέλα.

Το τι συνέβη τον Νοέμβριο του 2011, όταν η Ιταλία βρέθηκε στα πρόθυρα του ΔΝΤ και η Ευρώπη στα πρόθυρα της κατάρρευσης, υπενθύμισε προ ημερών, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στη Βίλα Σαλβιάτι, έδρα του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας, ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο.

Eρωτηθείς –σε συζήτηση για τα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης –πότε έφθασε η ευρωζώνη πιο κοντά στο χείλος της αβύσσου, ο πορτογάλος πολιτικός αναφέρθηκε στη δύσκολη συνάντηση του G20 στις Κάννες τον Νοέμβριο του 2011 λέγοντας ότι «ήταν η τέλεια καταιγίδα». Η τότε ελληνική κυβέρνηση –η κυβέρνηση Παπανδρέου, θύμισε –είχε ζητήσει τη διενέργεια δημοψηφίσματος αναφορικά με τους όρους των δανειστών, ενώ τα spreads ανέβαιναν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά επίσης στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιταλία. Εκείνη την εποχή, συνέχισε, πολλοί ήταν αυτοί που υποστήριζαν πως η Ιταλία έπρεπε να προσφύγει στο ΔΝΤ.

Ο πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αντέδρασε, όπως είπε, προβάλλοντας το επιχείρημα πως αν η Ιταλία υποχρεωνόταν να προσφύγει στο ΔΝΤ, η ευρωζώνη θα βίωνε μια βαθιά συστημική κρίση που θα συνιστούσε απειλή για την ύπαρξή της. Σε αυτό συμφώνησε και ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα και έτσι απεφεύχθη η προσφυγή της Ιταλίας στο ΔΝΤ. Μάλιστα, ο Μπαρόζο λέει στο Politico πως εκείνος που βοήθησε περισσότερο στην επίλυση της κρίσης ήταν ο Ομπάμα. «Ο Ομπάμα βοήθησε πιο πολύ απ’ όλους. Μάλιστα, στη συνάντηση Μέρκελ, Σαρκοζί, Μπερλουσκόνι και Βαν Ρομπάι μαζί μου, ο Ομπάμα ενώ είχε έρθει θεωρώντας πως η Ιταλία έπρεπε να μπει σε πρόγραμμα, άλλαξε γνώμη και αυτό έσωσε την κατάσταση».

Λίγες μέρες αργότερα, ο Μπερλουσκόνι έφυγε και η κυβέρνηση Μόντι άρχισε να σταθεροποιεί την ιταλική οικονομία. Μια οικονομία που ωστόσο εξακολουθεί να εμφανίζει, μετά την Ελλάδα, το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην Ευρώπη, συνιστώντας απειλή για το σύνολο της ευρωζώνης.

Τούτου δοθέντος, το γεγονός ότι πενήντα ημέρες μετά τις τελευταίες εκλογές η Ιταλία εμφανίζεται ανήμπορη να συγκροτήσει κυβέρνηση έχει αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά τις Βρυξέλλες. Το ότι δε η μόνη εφικτή λύση φαίνεται να είναι η κυβέρνηση συνεργασίας των δύο αντιευρωπαϊκών κομμάτων τις ανησυχεί ακόμη περισσότερο. Μια κάπως υποφερτή λύση θα ήταν στα μάτια των ιθυνόντων των Βρυξελλών η δημιουργία μιας κυβέρνησης ευρείας συνεργασίας με τη συμμετοχή του Δημοκρατικού Κόμματος του Ματέο Ρέντσι. Λύση που προς το παρόν δεν βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη των διαβουλεύσεων που διαρκώς πυκνώνουν. Οπως πυκνώνουν άλλωστε και τα σύννεφα πάνω από την ιταλική οικονομία.

«Ο χρόνος των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης στη Ρώμη δεν μπορεί να είναι ατελείωτος» υπογραμμίζουν όλο και περισσότεροι πλέον στις Βρυξέλλες. Ισως η μόνη πειστική λύση που απομένει θα ήταν ο σχηματισμός μιας μεταβατικής κυβέρνησης τεχνοκρατικού χαρακτήρα, έπειτα από πρωτοβουλία του προέδρου της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα. Μια κυβέρνηση μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα που θα οδηγήσει την Ιταλία σε νέες εκλογές, από τις οποίες ουδείς είναι σε θέση σήμερα να εγγυηθεί τι θα προκύψει.