Η απίστευτη ταλαιπωρία των κατοίκων της Θεσσαλονίκης με τη βλάβη στην ΕΥΑΘ ήρθε να θυμίσει τη μόνιμη ανάγκη επενδύσεων για τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό των δικτύων στις ΔΕΚΟ. Η ιστορία έχει δείξει και η σημερινή πραγματικότητα επιβεβαιώνει εκ νέου ότι το κράτος δεν μπορεί να κάνει τον επιχειρηματία. Οπου το επιχείρησε απέτυχε οικτρά. Ούτε βέβαια τα δημόσια αγαθά μπορούν και πρέπει να παραδοθούν βορά στους ατελείς νόμους της αγοράς και της αδυσώπητης επιδίωξης του επιχειρηματικού κέρδους. Αξιόπιστοι παράγοντες της οικονομίας μιλούν για έναν κατάλληλο συνδυασμό δημόσιου ελέγχου και επιχειρηματικής πρωτοβουλίας, ο οποίος –κατά την άποψή τους –θα μπορούσε να είναι ένα αποτελεσματικό μοντέλο για ΔΕΚΟ όπως η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ, όπου το αγαθό που προσφέρουν είναι ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο. Βεβαίως, ιδέες μπορεί να υπάρχουν πολλές. Ωστόσο, όλες έχουν σκοντάψει είτε στην έλλειψη πολιτικής βούλησης των προηγούμενων κυβερνήσεων, είτε στις υπερφίαλες υποσχέσεις και ιδεολογικές αγκυλώσεις του σημερινού κυβερνητικού σχηματισμού, παράλληλα με την επιδίωξή του να διατηρήσει μια κρίσιμη μάζα της εκλογικής του πελατείας που συγκεντρώνεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Δεν είναι όμως μόνο στο νερό, όπου ύστερα από τρία χρόνια πλήρους ακινησίας από τη σημερινή συγκυβέρνηση –και άλλων πολλών ετών δραματικών καθυστερήσεων από τους προηγούμενους –αρχίζουν να γίνονται αισθητές οι επιβλαβείς συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη ΔΕΗ. Η επιχείρηση ασφυκτιά υπό το βάρος του υπερδανεισμού της, των μεγάλων επενδύσεων που έχει ανάγκη για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη των δικτύων της και την παντελή έλλειψη ιδίων κεφαλαίων για την επίτευξη των στόχων αυτών. Και είναι αλήθεια ότι εάν η μεγαλύτερη βιομηχανία της χώρας αφεθεί να καταρρεύσει θα συμπαρασύρει πολλούς άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας.

Παρ’ όλα αυτά ανάλογη απροθυμία στη λήψη αποφάσεων δεν έχει υπάρξει στο παρελθόν.

Τόσο στη ΔΕΗ, όσο στην ΕΥΑΘ και την ΕΥΔΑΠ, καθώς και σε αρκετές άλλες ΔΕΚΟ, ελάχιστα έχει προχωρήσει το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων που συμφωνήθηκε με τους δανειστές. Ενώ η σημερινή κυβέρνηση ανέλαβε πλήρως το πολιτικό κόστος των περικοπών στις συντάξεις του τρίτου Μνημονίου και υπερέβαλε εαυτόν στις αυξήσεις των φόρων, έμεινε, κατ’ επιλογήν της, πίσω στο μέτωπο του εκσυγχρονισμού των ΔΕΚΟ. Λίγους μήνες πριν από την τυπική έξοδο του τρίτου Μνημονίου και την ώρα που οι δανειστές επικροτούν με τις εκθέσεις τους την κυβέρνηση για την εφαρμογή των μέτρων λιτότητας και τα φουσκωμένα πρωτογενή πλεονάσματα που συνεπάγεται αυτή, την επικρίνουν ταυτόχρονα για τη μεγάλη καθυστέρηση που έχει επιδείξει στην πολιτική των αποκρατικοποιήσεων και εκσυγχρονισμού των ΔΕΚΟ.

Υπάρχει, και εδώ, μια τραγική αντίφαση μεταξύ έργων και λόγων αυτής της κυβέρνησης: Εχει εφαρμόσει κατά γράμμα όλα τα υφεσιακά μέτρα του τρίτου Μνημονίου –ψηφίζοντας μάλιστα εκ των προτέρων περικοπές στο αφορολόγητο και τις συντάξεις που θα επιβληθούν μετά τη λήξη του –και δεν έχει εφαρμόσει παρά ελάχιστα από τα αναπτυξιακά, μεταξύ των οποίων είναι και οι επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό των ΔΕΚΟ. Εν τέλει, ενώ από τη μία πλευρά έχει συμβάλει σε μία περαιτέρω ραγδαία μείωση των εισοδημάτων και της ζήτησης στην οικονομία, από την άλλη δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ενίσχυση της προσφοράς. Ετσι όμως έχει υπονομεύσει και τους δύο βασικούς πυλώνες της ανάπτυξης.