Από το 1975 που θεσπίστηκε το ισχύον Σύνταγμα καλλιεργήθηκε συστηματικά ο μύθος ότι πρόκειται για ένα συνταγματικό κείμενο άρτιο και λειτουργικό. Κάθε μύθος έχει όμως ένα τέλος. Το γεγονός ότι η δημοκρατία και το κράτος δικαίου λειτούργησαν από το 1975 μέχρι σήμερα χωρίς τις μείζονες συνταγματικές κρίσεις του παρελθόντος δεν οφείλεται στην ποιότητα των συνταγματικών θεσμών, αλλά σε μια σειρά πολιτικών και οικονομικών παραμέτρων, καθώς και στη σοφία που επέδειξαν σε πολλές περιπτώσεις οι εφαρμοστές του. Αντιθέτως, ορισμένες από τις εγγενείς αδυναμίες του ισχύοντος Συντάγματος κρίνονται (συν)υπεύθυνες για τη σημερινή κρίση του πολιτικού συστήματος και την οικονομική χρεοκοπία.

Με ποια κριτήρια πρέπει να αξιολογούμε το Σύνταγμα; Μια συνήθης, εσφαλμένη πρακτική είναι να εντοπίζονται θεσμικά κενά ή κρατικές δυσλειτουργίες που το Σύνταγμα καλείται να θεραπεύσει. Ωστόσο δεν αποτελεί συνταγματική ύλη κάθε πεδίο νομοθετικής παρέμβασης, και μάλιστα στη λεπτομέρειά του. Αφετηρία της συνταγματικής πολιτικής είναι η εκ των προτέρων αξιολόγηση των σκοπών και των μέσων κάθε ρύθμισης, αλλά και της μεταξύ τους συσχέτισης. Οι σκοποί και τα μέσα που περιλαμβάνει κάθε συνταγματική διάταξη ενδεχομένως να χρήζουν πραγματιστικής επανεξέτασης, το μείζον όμως παραμένει να αναδειχθεί η εσωτερική λογική και η μηχανική των πολιτικών θεσμών, προκειμένου να επιτευχθεί η συνοχή και ο εξορθολογισμός τους.

Η συνταγματική αναθεώρηση δεν αποτελεί ένα μαγικό μηχανισμό διόρθωσης όλων των κακώς κειμένων. Η μεταρρύθμιση του Συντάγματος δεν θα μπορούσε να επιλύσει ως διά μαγείας παθογένειες όπως το πελατειακό κράτος και οι στρεβλώσεις του παραγωγικού μοντέλου. Ωστόσο ένα ορθολογικό Σύνταγμα θα απέτρεπε μια σειρά από κρίσιμα προβλήματα λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και θα ενίσχυε τη σταθερότητά του, ως προϋπόθεση και για την ανάταξη της οικονομίας. Οπως έχω υποστηρίξει αναλυτικά (Ξ. Κοντιάδης, «Το Ανορθολογικό μας Σύνταγμα», εκδ. Παπαζήση 2015), είναι πολλές οι συνταγματικές διατάξεις που προκαλούν ή επιτείνουν κρατικές δυσλειτουργίες.

Ενδεικτικά αναφέρονται η διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, που μπορεί να προκαλέσει τη σύντμηση του εκλογικού κύκλου όπως συνέβη με τις καταστροφικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015, η διαδικασία ανάδειξης των μελών των ανεξάρτητων Αρχών που έχει οδηγήσει επανειλημμένα στην παραλυσία τους, η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, η πρόωρη διάλυση της Βουλής κατ’ επίκληση εθνικού θέματος με προσχηματικό τρόπο και οι προβλέψεις για την ποινική ευθύνη των υπουργών και τη βουλευτική ασυλία. Αλλά και η ίδια η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, που είναι χρονοβόρα και πολύπλοκη, αποτελεί μια συνταγματική ρύθμιση της οποίας κρίνεται αναγκαία η τροποποίηση.

Είναι πρόσφορη η πολιτική συγκυρία για να προχωρήσει μία νηφάλια αναθεωρητική πρωτοβουλία; Για να πετύχει ένα αναθεωρητικό εγχείρημα απαιτείται θεσμική εμπιστοσύνη μεταξύ των κομμάτων ώστε να διαμορφωθεί η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα συναίνεση για τη συνταγματική μεταρρύθμιση. Ωστόσο η θεσμική εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτικών παικτών έχει συρρικνωθεί τους τελευταίους μήνες στον ελάχιστο βαθμό.

Η υπόθεση Novartis οδήγησε σε περαιτέρω όξυνση της πολιτικής έντασης. Η συρρίκνωση της θεσμικής εμπιστοσύνης επηρεάζει καθοριστικά την έκβαση της αναθεώρησης. Στην έλλειψη εμπιστοσύνης συμβάλουν επίσης τα αντίστοιχα ελλείμματα της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας. Η επίτευξη των αναγκαίων συγκλίσεων ως προς τις προτεραιότητες και τις κατευθύνσεις για τη μεταβολή των θεμελιωδών κανόνων διεξαγωγής του πολιτικού παιχνιδιού εμφανίζεται εξαιρετικά επισφαλής και αβέβαιη.

Υπάρχει πράγματι σοβαρός κίνδυνος να εκφυλιστεί η αναθεωρητική πρωτοβουλία σε ένα θέαμα μικροκομματικής σύγκρουσης με επικοινωνιακή στόχευση. Η εργαλειακή χρήση της αναθεωρητικής διαδικασίας δεν θα ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τη χώρα μας. Στην παρούσα συγκυρία, όμως, θα αποτελούσε μια χαμένη ευκαιρία εξορθολογισμού του Συντάγματος τη στιγμή που η χώρα δεν έχει πλέον περιθώρια θεσμικών παλινωδιών.

Οι επαπειλούμενες πρόωρες εκλογές του 2020, με αφορμή την προεδρική εκλογή, αρκούν για να μπλοκαριστεί το έργο της κυβέρνησης που θα προκύψει μετά τις ερχόμενες εκλογές. Διατάξεις όπως αυτές για την προεδρική εκλογή επείγει να τροποποιηθούν. Αρα όλα τα κόμματα που ανήκουν στο λεγόμενο δημοκρατικό και φιλευρωπαϊκό τόξο οφείλουν να επιδείξουν εξαιρετική προσοχή μπροστά στο αναθεωρητικό εγχείρημα και να επικεντρωθούν στις μείζονες παθογένειες, αφήνοντας κατά μέρος προτάσεις δήθεν προοδευτικές που στην πραγματικότητα υποκρύπτουν επιλογές συνταγματικού λαϊκισμού. Τέτοιου τύπου λαϊκιστικές προτάσεις μπορεί να εμφανίζονται ενίοτε δημοφιλείς, όμως εγκυμονούν εξαιρετικά σοβαρούς θεσμικούς κινδύνους.

Η συνταγματική νομοθέτηση αποτελεί μία εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση. Για να καταλήξει σε επιτυχή έκβαση απαιτείται η σύμπραξη της πολιτικής τάξης με την κοινωνία πολιτών και την επιστημονική κοινότητα (Ξ. Κοντιάδης, «Πώς γράφεται το Σύνταγμα;», εκδ. Παπαζήση 2018). Θα ήταν κρίμα να χαθεί άλλη μία ευκαιρία εξορθολογισμού του Συντάγματός μας. Ζητούμενο είναι να τροποποιηθούν έστω λίγες, αλλά κρίσιμες συνταγματικές ρυθμίσεις. Προϋπόθεση μιας συνταγματικής μεταρρύθμισης σε αυτή την κατεύθυνση είναι να αρθούν οι πολιτικοί δρώντες του δημοκρατικού τόξου υπεράνω των κομματικών συγκρούσεων στο πλαίσιο της αναθεώρησης. Είναι εφικτό να το πετύχουν; Αν δεν γίνει η προσπάθεια η ευκαιρία θα χαθεί.

Ο Ξενοφών Ι. Κοντιάδης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, πρόεδρος Ιδρύματος Τσάτσου