Μπορεί ένας εργάτης να γίνει πρώτη φίρμα; Μπορεί ένας χαμάλης να γίνει σουπερστάρ; Αναρωτιόμουν όλα αυτά προχθές το βράδυ βλέποντας τον Αλέξανδρο Τζιόλη στο Ελλάδα – Αίγυπτος. Στην Ελλάδα, είχαμε τη μεγάλη των εξαριών σχολή. Μπασινάς, Κατσουράνης, Ζαγοράκης, στη χρυσή ομάδα του Euro 2004. Τον αδικημένο Ιεροκλή Στολτίδη. Τον Ακη Ζήκο, που η κουβέντα γιατί δεν έπαιξε στην Εθνική έκανε ισάξιο ντόρο με τη καριέρα του. Το εξάρι στην ομάδα είναι σαν τον μπασίστα στην ορχήστρα. Δεν είναι το πρώτο βιολί. Δεν είναι ο κιθαρίστας που θα σολάρει και θα κλέψει το χειροκρότημα, αλλά είναι αυτός που δίνει τον τόνο. Είναι ο Μπούσκετς στην Μπαρτσελόνα για να πάμε τη κουβέντα σε υψηλό επίπεδο. Ο Αλέξανδρος Τζιόλης είναι ο Ελληνας Τιάγκο Μότα. Τις προάλλες εδώ στα «ΝΕΑ» ο Νίκος Βελονάκης τού είχε κάνει ένα εξαιρετικό αφιέρωμα. Ο ορισμός του, όπου γης και πατρίς: Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Κύπρο, Τουρκία, Σκωτία και εσχάτως στη Σαουδική Αραβία. Δεκάξι χρόνια επαγγελματικής καριέρας. Με 68 συμμετοχές στην εθνική ομάδα. Με ένα Euro και δύο Μουντιάλ. Με 1.90 ύψος, δεν γίνεται να είσαι γρήγορος. Ο Τζιόλης δεν είχε ποτέ τα τρεξίματα του Μπασινά, την επιθετικότητα του Κατσουράνη, την ηγετική στόφα του Ζαγοράκη. Στα 33 του σήμερα, ενεργός στην Εθνική. Σε μία θέση που δεν μπορείς να κρυφτείς. Να κοροϊδέψεις. Πανιώνιος, Παναθηναϊκός, Βέρντερ Βρέμης, Σανταντέρ, Μονακό, ΠΑΟΚ, ΑΠΟΕΛ, όπου έπαιξε ο Τζιόλης, το μεροκάματο που έβγαλε το δούλεψε και με το παραπάνω. Γι’ αυτό και όλοι σχεδόν οι προπονητές του τον εμπιστεύονται. Δεν είπε ποτέ κανείς «πάμε στο γήπεδο να δούμε τον Τζιόλη». Ο «Τζιόλης» όμως, είναι απαραίτητος. Ο συγκεκριμένος Αλέξανδρος Τζιόλης δεν ήταν από τους κορυφαίους στη θέση του. Δεν είχε ιδιαίτερα προσόντα. Η συνέπεια, η αξιοπιστία και η σταθερότητα που τον χαρακτηρίζουν τον κράτησαν σε αυτό το επίπεδο.