Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα των γυναικών, ας αναρωτηθούμε γιατί στην Ελλάδα δεν βρήκε καμία ανταπόκριση η διεθνής καμπάνια κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης «me too?». Γιατί από το 2006 που υπάρχει νομοθετική ρύθμιση για τη δίωξη της σεξουαλικής παρενόχλησης έχουν γίνει ελάχιστες καταγγελίες και ακόμα πιο λίγες έχουν κριθεί στα δικαστήρια;

Ο προφανής λόγος ότι οι συνθήκες ανεργίας είναι τέτοιες ώστε οι γυναίκες εξαναγκάζονται να μην καταγγέλλουν τα περιστατικά υπό την απειλή της ανεργίας απαντά, ίσως εν μέρει, στο δεύτερο ερώτημα, αφήνει όμως εντελώς αναπάντητο το πρώτο.

Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στην τελευταία θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης με βάση τον δείκτη ισότητας των φύλων που υπολογίζει το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE) της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο δείκτης αποτιμά την κατάσταση σε έξι τομείς: εργασία, χρήμα, γνώση, χρόνος, εξουσία, υγεία. Δεν μετράει νοοτροπίες, δεν μετράει κοινή γνώμη, δεν μετράει συμβολικά και πραγματικά εμπόδια για την ισότητα των φύλων. Ομως απεικονίζει μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ένα σεξιστικό κλίμα, μια άρνηση παραδοχής των έμφυλων ανισοτήτων, μια κοινωνία στην οποία εγκλήματα όπως ο βιασμός μέσα στον γάμο ποινικοποιήθηκε μόλις το 2006 και η σεξουαλική παρενόχληση εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται περίπου ως φλερτ και όχι ως καταδικαστέα πράξη.

Η συνειδητοποίηση ότι το χαστούκι, το σπρώξιμο με νόημα, οι άσεμνες λεκτικές εκφράσεις γενικά «η οιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής, ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου, ιδίως με την δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος» όπως ορίζει τη σεξουαλική παρενόχληση ο σχετικός νόμος, παραμένει καθημερινό αδίκημα, όχι μόνον χωρίς τιμωρία, αλλά και χωρίς καταγγελία. Αδίκημα που δυσκολεύονται να υποψιαστούν ή να κατανοήσουν πολλοί άνδρες – δράστες, αλλά και (δυστυχώς) πολλές γυναίκες – θύματα.

Σε αυτές τις κοινωνικές συνθήκες, οι καταγγελίες γυναικών (διάσημων ή άσημων) κινδυνεύουν να λειτουργήσουν ως κοινωνικό boomerang. Αντί για απαξίωση των δραστών οι καταγγελίες συχνά με τη βοήθεια των ΜΜΕ φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή τονίζουν την παραδοσιακή ελληνική αξία της «αντροσύνης» αλλά και τη γελοιοποίηση των θυμάτων. Είναι αντίστοιχο με αυτό που συμβαίνει στις δίκες για τον βιασμό, όπου το θύμα βιάζεται ακόμα μια φορά από την έδρα, τα ΜΜΕ, αλλά και την κοινή (αθεράπευτα ανδροκρατική) γνώμη.

Συμπέρασμα, έχουμε πολλή δουλειά ακόμα για να φτάσουμε στην καμπάνια «me too» και ακόμα περισσότερη για να μην χρειάζεται!

Η Μαρία Στρατηγάκη είναι αντιδήμαρχος Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Πρόνοιας και Ισότητας του Δήμου Αθηναίων, αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνικής Πολιτικής Παντείου Πανεπιστημίου