Η πρόσφατη ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για τα προσωρινά στοιχεία των Ετήσιων Εθνικών Λογαριασμών επιβεβαιώνει το χειρότερο δυνατό σενάριο αναφορικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Το αναιμικό ετήσιο ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ κατά 1,4% αρκεί ώστε να χαρακτηριστεί το 2017 ως (ακόμη) ένα χαμένο οικονομικό έτος. Αυτό διότι στις παρούσες συνθήκες θα συνεχιστεί η απόκλιση από τους ευρωπαίους εταίρους μας και δεν θα αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα βαθιά κοινωνικά τραύματα που άφησε η πολύχρονη οικονομική κρίση, με κυριότερο αυτό της απαράδεκτα υψηλής ανεργίας. Είναι ενδεικτικό ότι με τους ακολουθούμενους ρυθμούς ανάπτυξης θα απαιτηθεί περίπου μία εικοσαετία προκειμένου η ανεργία να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα.

Η δημοσιονομική πολιτική έχει από καιρό εξαντλήσει τα όριά της. Τα φορολογικά έσοδα έχουν καθηλωθεί και βασικοί τομείς κοινωνικής πολιτικής (εκπαίδευση, υγεία) υποχρηματοδοτούνται. Είναι επίσης αληθές ότι οι μεταρρυθμίσεις αποδίδουν μεσο-μακροπρόθεσμα. Εξίσου αληθές όμως είναι πως ορισμένες ορθές οικονομικές αποφάσεις αποδίδουν άμεσα ειδικά σε μία οικονομία με συμπιεσμένο παραγωγικό δυναμικό για μεγάλο χρονικό διάστημα (θεωρία του ελατηρίου). Μπορεί λοιπόν να υπάρξει άλλος δρόμος;

Αντίθετα με την καταθλιπτική περιρρέουσα οικονομική ατμόσφαιρα, η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει σημαντικά υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθμούς σε σύντομο χρονικό ορίζοντα. Αυτό άλλωστε υποδηλώνει το εξαιρετικά χαμηλό παραγωγικό κενό (-10,5%) της ελληνικής οικονομίας, ήτοι τη μεγάλη απόσταση ανάμεσα σε δυνητικές και πραγματικές αναπτυξιακές δυνατότητες. Φτάνει να στοχεύσουμε, κατά ιεραρχική προτεραιότητα, στην άρση των «δεσμευτικών περιορισμών» (binding constraints), εκείνων δηλαδή των θεσμικών εμποδίων που κρατούν την οικονομία εγκλωβισμένη στην παγίδα της χαμηλής ανάπτυξης και να θέσουμε μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες καθώς η ταυτόχρονη προώθηση πολλαπλών παρεμβάσεων δεν φέρνει πάντοτε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Οι παραπάνω επεξεργασίες πρέπει να αποτελέσουν το περιεχόμενο ενός ολοκληρωμένου αναπτυξιακού σχεδίου. Ενα παρόμοιο σχέδιο εκπονήθηκε από την Επιτροπή για την απελευθέρωση της γαλλικής ανάπτυξης με πρόεδρο τον Ζακ Αταλί, η οποία συστάθηκε το 2007 από τον Νικολά Σαρκοζί. Το σχέδιο στόχευε στην μετάβαση της χώρας στην οικονομία της γνώσης και κατένειμε χρηματοδότηση ύψους 75 δισ. ευρώ εντός τριών ετών σε 316 εξειδικευμένες δράσεις. Σήμερα ο Μακρόν (τότε μέλος της Επιτροπής) αξιοποιεί πτυχές εκείνου του σχεδίου, από τις αγορές εργασίας μέχρι την περιβαλλοντική νομοθεσία, ώστε να προσδώσει στη γαλλική οικονομία τον από καιρό χαμένο δυναμισμό της.

Δυστυχώς η χώρα μας δεν διαθέτει εθνική αναπτυξιακή στρατηγική, κυρίως γιατί οι διαδοχικές κυβερνήσεις απέφυγαν συνειδητά να διεκδικήσουν την ιδιοκτησία (κυριότητα) των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων. Η σχετική (μνημονιακή) συμβατική υποχρέωση παραμένει αδικαιολόγητα ως εκκρεμότητα εδώ και περίπου τρία χρόνια και πλέον αποτελεί προαπαιτούμενο για την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής. Ωστόσο, καθώς η συνεπής εφαρμογή μιας αναπτυξιακής στρατηγικής προϋποθέτει τον ενστερνισμό των επιχειρούμενων μεταρρυθμίσεων, η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να διαθέτει το δικό της εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο.