«Εδώ είναι Ιτάλια, δεν είναι παίξε – γέλασε», θα έλεγε ίσως ο Εγγονόπουλος περιγράφοντας το κλίμα που επικρατεί στην Ευρώπη την παραμονή των ιταλικών εκλογών. Και αυτό όχι μόνο διότι η Ιταλία είναι η τρίτη από οικονομική και πληθυσμιακή άποψη χώρα της ευρωζώνης και συνεπώς είναι μείζονος σημασίας ζήτημα η ποιότητα των κυβερνήσεών της. Ούτε επειδή είναι μια από τις έξι χώρες που ίδρυσαν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχοντας πολιτικούς όπως ο πατέρας του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού Αλτιέρο Σπινέλι. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι η Ιταλία δεν έχει την πολυτέλεια της Γερμανίας να παραμένει για μήνες ακυβέρνητη, αναζητώντας κομματικές ισορροπίες. Η οικονομία της κάθε άλλο παρά έχει σταθεροποιηθεί επαρκώς. Ετσι, μια μακρά περίοδος πολιτικής ανωμαλίας κατά πάσα πιθανότητα θα προκαλέσει αναστατώσεις στις αγορές και ισχυρούς πονοκεφάλους στις Βρυξέλλες και τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, της Αθήνας φυσικά συμπεριλαμβανομένης.

«Η Ευρώπη πρέπει να προετοιμαστεί και για το χειρότερο σενάριο, αυτό της ακυβερνησίας στην Ιταλία», είπε προ ημερών και διόλου τυχαία ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος για το ζήτημα Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.

Ακόμη όμως και στην περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης, που με βάση τον ιταλικό εκλογικό νόμο δεν μπορεί παρά να είναι συνεργασίας κομμάτων, τα σύννεφα δεν θα εκλείψουν. Για τους ιθύνοντες των Βρυξελλών το καλύτερο σενάριο θα ήταν να προκύψει, στα πρότυπα της Γερμανίας, ένας μεγάλος κυβερνητικός συνασπισμός της Κεντροδεξιάς που σήμερα ενσαρκώνει ο αειθαλής Σίλβιο Μπερλουσκόνι με την Κεντροαριστερά του Ματέο Ρέντσι. Στην περίπτωση αυτή θα οριστεί πρωθυπουργός είτε εκ νέου ο Πάουλο Τζεντιλόνι, για τη σοβαρότητα του οποίου ουδείς αμφιβάλλει στις Βρυξέλλες, είτε ο νυν πρόεδρος της Ευρωβουλής Αντόνιο Ταγιάνι που έχει ευρωπαϊκά ένσημα.

Από εκεί και πέρα το χάος, που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο γεγονός ότι ουδείς είναι σε θέση να εγγυηθεί τι είναι και τι θέλει το εκ του ασφαλούς με βάση τις δημοσκοπήσεις πρώτο κόμμα των Πέντε Αστέρων του Πέπε Γκρίλο. Ξεκίνησε ως αντιευρωπαϊκό και αντισυστημικό, κάποια στιγμή φλερτάρισε με τους Ευρωπαίους Φιλελεύθερους και τον Γκι Φέρχοφστατ, στη συνέχεια δήλωσε πως δεν θα συμμετάσχει σε καμία κυβέρνηση συνεργασίας και εσχάτως δεν απέκλεισε συνεργασία με την Αριστερά και τον Ρέντσι.

Το εφιαλτικό όμως σενάριο θα ήταν ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης συνεργασίας με κορμό τα κόμματα της ιταλικής Ακροδεξιάς. «Ησασταν ένας λαός αναλφάβητων και 80 χρόνια μετά σας ξαναβρίσκω έναν λαό αναλφάβητων» λέει ο αναστηθείς και επανακάμψας στην εξουσία Μπενίτο Μουσολίνι στην κινηματογραφική ταινία «Επέστρεψα» («Sono Tornato»), που αυτές τις μέρες σπάει τα ταμεία στην Ιταλία. Στην περίπτωση αυτή όμως ο «αναλφαβητισμός» δεν θα είναι μόνο ιταλικός, αλλά θα προσλάβει πανευρωπαϊκές διαστάσεις. Και αυτό διότι η Ιταλία θα είναι η πρώτη από τις λεγόμενες μεγάλες χώρες της ΕΕ όπου η παραδοσιακή Δεξιά συνεργάζεται με την Ακρα Δεξιά, καθιστώντας αυτές τις «ελαφρώς εθνικιστικές» συνεργασίες όχι μόνο νόμιμες αλλά και συνήθεις.

Η εξέλιξη αυτή θα είναι η κατάληξη μιας μακράς περιόδου αποξένωσης των Ιταλών από την ΕΕ. Μιας αποξένωσης που στην περίπτωση της Ιταλίας δεν μπορεί να θεωρηθεί εγγενής, όπως για παράδειγμα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι Ιταλοί, εκ παραδόσεως, είναι ένας λαός που πίστεψε στην «προστάτιδα μητέρα» Ευρώπη, την οποία ωστόσο σήμερα αντιμετωπίζουν ως κακιά πεθερά. Και αυτό ναι μεν είναι ώς έναν βαθμό ένα ιταλικό πρόβλημα, πλην όμως, πολύ περισσότερο, είναι ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα.