Σχεδόν πριν από 20 χρόνια, έπειτα από μήνες δύσκολων διαπραγματεύσεων, οι επικεφαλής των δύο πολιτικών πλευρών της Βόρειας Ιρλανδίας –οι καθολικοί εθνικιστές με τους Ρεπουμπλικανούς από τη μια και οι προτεστάντες ενωτιστές από την άλλη –υπέγραψαν τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, θέτοντας τέλος σε περισσότερα από 30 χρόνια βίας. Τώρα, αυτή η Συμφωνία –και η αμοιβαία αποδεκτή σχέση που διαμόρφωσε –απειλείται.

Η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής έγινε με τη μεσολάβηση των πρωθυπουργών της Βρετανίας Τόνι Μπλερ και της Ιρλανδίας Μπέρτι Αχερν, με τη βοήθεια του αμερικανού γερουσιαστή Τζορτζ Μίτσελ –δημιουργήθηκε μια κυβέρνηση στη Βόρεια Ιρλανδία όπου όλοι συμμετείχαν, έγιναν μεταρρυθμίσεις στην αστυνομία και λόγω της συμμετοχής στην ΕΕ τα σύνορα μεταξύ Βρετανίας και Ιρλανδίας ήταν ουσιαστικά συμβολικά.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες οι δύο χώρες απολαμβάνουν μια ειρηνική συνύπαρξη. Ομως τώρα παρουσιάζονται σημαντικά ζητήματα. Στη Βόρεια Ιρλανδία η κυβέρνηση με τη συμμετοχή και των δύο πλευρών έχει διαλυθεί και η βρετανική κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να συμβάλει στο να αποκατασταθεί μια εποικοδομητική συνεργασία. Προκειμένου να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων μετά τις περσινές καταστροφικές πρόωρες εκλογές, οι Συντηρητικοί της βρετανίδας πρωθυπουργού Τερίζα Μέι προχώρησαν σε συμφωνία με το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας, που έχει τις ρίζες του στις πιο ακραίες ενωτιστικές παραδόσεις. Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση του Λονδίνου αδυνατεί πλέον να παίξει τον ρόλο ενός αξιόπιστου μεσολαβητή.

Οι διαπραγματεύσεις για το Brexit που συνεχίζονται, περιπλέκουν την κατάσταση ακόμα περισσότερο, καθώς κανείς δεν φαίνεται να ξέρει πώς να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις για τη Βόρεια Ιρλανδία και την Ιρλανδική Δημοκρατία που θα χωριστούν από τα σύνορα του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ. Ενώ πολλοί πολιτικοί λένε πως θέλουν σύνορα χωρίς προστριβές, η Μέι και κάποιοι συνεργάτες της συζητούν την έξοδο και από την ενιαία αγορά και από την τελωνειακή ένωση, θέτοντας έτσι τη Βρετανία εκτός της ελεύθερης από δασμούς ζώνης. Και θεωρούν ότι στη Βόρεια Ιρλανδία θα πρέπει να ισχύουν οι ίδιοι κανόνες όπως και στην υπόλοιπη Βρετανία.

Αυτό αφήνει ανοιχτά δύο ενδεχόμενα: είτε ένα εμπορικό καθεστώς που ισχύει για όλα τα βρετανικά νησιά ή ένα «σκληρό σύνορο» με την Ιρλανδία. Αλλωστε, άλλες χώρες της ΕΕ δεν θα επιτρέψουν να φύγουν από την ενιαία αγορά μόνο η Αγγλία, η Σκωτία και η Ουαλία και να επιτρέψουν να παραμείνει η Βόρεια Ιρλανδία. Παρόμοια προβλήματα προκύπτουν και όσον αφορά την ελεύθερη μετακίνηση των πολιτών μέσα στην ΕΕ –ένας κανόνας τον οποίο δεν θέλει να σεβαστεί το Λονδίνο.

Ολα αυτά δεν είναι καινούργια. Οι προειδοποιήσεις υπήρχαν εδώ και καιρό, όμως η βρετανική κυβέρνηση επέλεξε να τις αγνοήσει. Η καθιέρωση «σκληρών συνόρων» με την Ιρλανδία θα είναι καταστροφική, καθώς μπορεί να υπονομεύσει τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής. Ας το τονίσουν αυτό οι ιρλανδοί πολιτικοί στους βρετανούς συναδέλφους τους, ώστε να μην απειληθούν η ευημερία και η ειρήνη στην Ιρλανδία.

Ο Κρις Πάτεν ήταν ο τελευταίος βρετανός κυβερνήτης του Χονγκ Κονγκ και πρώην επίτροπος της ΕΕ για τις εξωτερικές υποθέσεις.