«Κουτσοί, στραβοί στον Αγιο Παντελεήμονα» λέει μια παλιά ελληνική παροιμία, το νόημα της οποίας όχι απλώς συμμερίζεται, αλλά υπερθεματίζει κιόλας ο Βαγγέλης Μαργαρίτης, ο οποίος πάντως μπορεί να την προσαρμόσει στα δικά του δεδομένα…

Κουτσοί, στραβοί στον Κάτω Αγιάννη, όπου άρχισε την καριέρα του, ως ένας νεαρός, δυναμικός μπακ-χαφ!

Προς αποφυγήν παρερμηνειών και παρεξηγήσεων, ο αρχηγός του ΠΑΟΚ δεν είναι ούτε κουτσός, ούτε στραβός, τουναντίον πρόκειται για έναν αρτιμελή και συν τοις άλλοις ευειδή άνδρα…

Πρόκειται για έναν άνδρα, ο οποίος στην όχι και τόσο τρυφερή ηλικία των 35 ετών αξιώθηκε να ενδυθεί για πρώτη φορά στη ζωή του τη φανέλα της Εθνικής και να την τιμήσει, λες και τη φορούσε κατάσαρκα σαν φορμάκι πάνω από τις πάνες από τότε που ήταν μωρό!

«Και τι σημασία έχει αυτό;» αναρωτιέται φωναχτά. «Είτε τώρα που σίτεψα, είτε εάν είχα κληθεί στα νιάτα μου, θα ένιωθα την ίδια τιμή, την ίδια συγκίνηση και την ίδια υπερηφάνεια. Είναι αυτό που λένε «η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει» και εγώ τη θεωρώ όντως ανεκτίμητη».

Στις 24 του περασμένου Νοεμβρίου στο Λέστερ, στον αγώνα απέναντι στη Μεγάλη Βρετανία, ο Μαργαρίτης ένιωσε να βιώνει μια νύχτα… Αποκάλυψης! Εντεκα ημέρες προτού κλείσει τα 35 του, η αγαθή τύχη, ο μόχθος του και η συγκυρία της κόντρας της Ευρωλίγκας με τη FIBA άνοιξαν το δικό του παράθυρο με θέα. «Η στιγμή ήταν ανατριχιαστική διότι αισθάνθηκα ότι ανταμειβόμουν για τη σκληρή δουλειά, την αδιάκοπη προσπάθεια και την προσήλωσή μου στο μπάσκετ» σχολιάζει ανατρέχοντας στο ντεμπούτο του με το εθνόσημο. Εκείνο το ιστορικό –στην καριέρα και στη ζωή του –βράδυ, ο ύψους 2μ.03 πάουερ φόργουορντ/σέντερ πάτησε το παρκέ στη βασική πεντάδα.

«Οταν κλήθηκα από τον Θανάση Σκουρτόπουλο, όταν έκανα την πρώτη προπόνησή μου, όταν πήρα τα ρούχα της Εθνικής, όταν έπαιξα για πρώτη φορά… Κάθε στιγμή είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, πόσω μάλλον από τη στιγμή που όλα συνέβησαν έτσι ξαφνικά, που λέει και το τραγούδι».

Γεννημένος στις 5 Δεκεμβρίου 1982 στον Κορινό Πιερίας, ο Μαργαρίτης παρασύρθηκε από τον μεγαλύτερο αδελφό του Δημήτρη και παράτησε το ποδόσφαιρο στην ομάδα του Κάτω Αγίου Ιωάννη (εννέα χιλιόμετρα από την Κατερίνη) για να αφοσιωθεί στο μπάσκετ, περνώντας από τη φωτεινή στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού και τούμπαλιν.

Η απογοήτευση

«Το 2001 έκανα την πρώτη εμφάνισή μου στην Α1 με τον Ηρακλή, την επόμενη χρονιά με τον Ιωνικό Νικαίας έπαιξα στην Α2 και το 2003 βρέθηκα να βουρλίζομαι στη Γ’ Εθνική με την Απολλωνιάδα Πατρών. Τότε αναρωτήθηκα αν αξίζει τον κόπο να συνεχίσω ή αν έπρεπε να σταματήσω και να ασχοληθώ με κάτι άλλο, αλλά με απέτρεψε η οικογένειά μου και ευτυχώς δεν το μετάνιωσα».

Ο Μαργαρίτης συνέχισε το οδοιπορικό του στον Κεραυνό Αιγίου, στο Περιστέρι (με το οποίο επανέκαμψε στην Α1), στον ΚΑΟ Δράμας και στους Ικαρους Σερρών, ενώ το 2012 πέρασε από τη λυδία λίθο των try-out του Σούλη Μαρκόπουλου και βρήκε στέγη στον ΠΑΟΚ. «Μου έδωσαν την ευκαιρία και την άρπαξα από τα μαλλιά. Τότε, έστω και καθυστερημένα, ένιωσα δικαιωμένος και επίσης συνειδητοποίησα πόσο δίκιο είχε ο Μάικλ Τζόρνταν που είπε κάποτε το «Ι can’t accept not trying». Για μένα έγινε μάθημα και στάση ζωής το να μη δέχομαι να μην προσπαθώ κι όπου με βγάλει».