Υπήρξαν πολλές υποθέσεις σε αυτήν την τριετία που αν η κυβέρνηση άφηνε τα πράγματα να κυλήσουν στη θεσμική τους κοίτη, και τα θέματα θα λύνονταν γιατί είχαν ωριμάσει, και η κοινωνία θα δεχόταν τη λύση χωρίς καχυποψία, και σε μεγάλο ποσοστό μπορεί να εξασφάλιζε συναίνεση του πολιτικού κόσμου. Αυτά θα επεδίωκε μια κανονική κυβέρνηση, αλλά η δική μας έχει στο γονίδιό της την παραθεσμική λειτουργία και τον πολιτικό διχασμό. Θέλετε μερικά παραδείγματα; Οι τηλεοπτικές άδειες. Το τοπίο ήταν κατά κοινή ομολογία θολό και χρειαζόταν εξυγίανση. Αν η κυβέρνηση αναλάμβανε συναινετικές πρωτοβουλίες και νομοθετούσε με σεβασμό στις ανεξάρτητες Αρχές και το Σύνταγμα, θα μπορούσε εύκολα να πιστωθεί μία σημαντική μεταρρύθμιση. Εκείνη έκανε το ακριβώς αντίθετο. Με αντισυνταγματικές αυθαιρεσίες και με πρωτοφανείς επινοήσεις, ο αρμόδιος υπουργός κατάφερε να εμπεδώσει στην κοινωνία την εντύπωση ότι απλώς ενδιαφερόταν να αντικαταστήσει τους αντίπαλους εκδότες με φιλικούς –ξεσήκωσε τους πάντες εναντίον του και έκανε μια τρύπα στο νερό.

Αλλο παράδειγμα; Το Μακεδονικό. Οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια και το αυτονόητο θα ήταν μια συνεννόηση με την αντιπολίτευση για να θωρακιστεί η εθνική θέση. Ομως ο σκορπιός το έχει στη φύση του και η κυβέρνηση κατάφερε να καταστήσει το θέμα πεδίο διχασμού και της πολιτικής και της κοινωνίας, και να το οδηγήσει, κατά τα φαινόμενα, σε νέο ναυάγιο. Είναι όμως ο μοναδικός τρόπος που ξέρει για τα πράγματα. Υπήρξαν πάμπολλες παρόμοιες φορές που η κανονικότητα της ομαλής λειτουργίας της Δημοκρατίας δεν τους ταίριαζε και ο αυτόματος τρόπος δράσης τους ήταν η χυλοποίηση των εξουσιών και η παραθεσμική κλιμάκωση. Το ίδιο συμβαίνει τώρα με τη Novartis. Ολοι γνωρίζαμε από τα δημοσιεύματα του ξένου Τύπου ότι στην υπόθεση αυτή η χώρα έχει χάσει λεφτά με παράνομο τρόπο και φυσικά το κράτος δικαίου απαιτεί να αποδοθούν ευθύνες. Υπήρξαν οι πληροφορίες από το FBI, υπήρξαν μάρτυρες στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ. Υπήρχε η Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της και στη συνέχεια η Βουλή να διερευνήσει τυχόν ευθύνες των πολιτικών προσώπων. Η Δημοκρατία έχει αυτοματισμούς, αλλά η κυβέρνηση φρένα. Είναι η φύση της.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επισκέπτεται επισήμως (ούτε τα προσχήματα) και συζητά την υπόθεση με την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενώ οι υπουργοί Δικαιοσύνης αποκτούν παρανόμως γνώση της δικογραφίας πριν κατατεθεί στη Βουλή, και ήδη έχουν βγάλει τρανταχτό πόρισμα. Τι επέβαλε να δράσουν εξωθεσμικά και αυτή τη φορά; Ο υπουργός Υγείας με περισσή αλαζονεία που καταντά επική αφέλεια παραδέχεται ότι γνωρίζει (σκαστή παρανομία) τους μάρτυρες, και μάλιστα ότι πρόκειται για κατηγορουμένους, άρα έχοντες συμφέρον να ελαφρύνουν τη θέση τους καταγγέλλοντας άλλους. Οταν ανακατεύονται οι υπουργοί στα πόδια της Δικαιοσύνης, αρχίζουν και οι αμφιβολίες. Πώς ένας μάρτυρας είναι σίγουρος για μια λεπτομέρεια που ελάχιστοι ξέρουν σε μια Δημοκρατία; «Ο Πρωθυπουργός τελούσε εν αγνοία». Σε ποιον δημιουργείται αίσθημα ασφάλειας ότι αυτή η κυβέρνηση προσπαθεί να διαλευκάνει ένα υπαρκτό σκάνδαλο και όχι να εξοντώσει πολιτικούς της αντιπάλους; Γιατί καθιστούν πάλι με τις θεσμικές τους ευρεσιτεχνίες μια διαδικασία που θα μπορούσε να είναι χρήσιμη και εξυγιαντική για τον δημόσιο βίο σε διάτρητη και ανυπόληπτη;

Η Λίνα Παπαδάκη είναι διευθύντρια του Γραφείου Τύπου του Ποταμιού