Τον Αύγουστο ολοκληρώνεται το Τρίτο Μνημόνιο και η ελπίδα όλων είναι η χώρα να επιστρέψει σε διατηρήσιμους, θετικούς, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Για μία γηράσκουσα χώρα, όπως η Ελλάδα, αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία αυτού του στόχου είναι η υψηλή παραγωγικότητα του ανθρώπινου δυναμικού. Αυτό, με τη σειρά του, προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, υψηλές και αποτελεσματικές επενδύσεις στην εκπαίδευση αυτού του δυναμικού, αλλά και σε άλλες πολιτικές που θα αυξήσουν την παραγωγικότητά του (κατάρτιση, έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη, κ.λπ.). Αυτά στη θεωρία. Στην πραγματικότητα τι κάνουμε, ειδικά σε σύγκριση με τους εταίρους μας;

Καταρχήν πρέπει να επισημανθεί ότι από το 2005 η Ελλάδα απουσιάζει από τους πίνακες που αφορούν τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης της πλέον αξιόπιστης βάσης δεδομένων στον κόσμο –δηλαδή, αυτής του ΟΟΣΑ («Education at a glance»). Αντλώντας δεδομένα από τους πίνακες εκτέλεσης των κρατικών προϋπολογισμών της Eurostat, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η δημόσια δαπάνη για εκπαίδευση στη χώρα μας ως ποσοστό του ΑΕΠ (κάτω του 4,5% του ΑΕΠ) υπολείπεται του κοινοτικού μέσου όρου (περίπου 5,0%) και κυρίως των «πρωταθλητών», όπως η Δανία (7,0%). Επομένως, τα επιχειρήματα περί «υποχρηματοδότησης της εκπαίδευσης» που ακούγονται στον δημόσιο διάλογο έχουν κάποια βάση.

Παρότι συχνά ακούμε για υποχρηματοδότηση όλων των βαθμίδων της Εκπαίδευσης, οι ίδιοι πίνακες δείχνουν ότι αυτό ισχύει μόνο για την Πρωτοβάθμια και, ιδίως, τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Αντίθετα, το ποσοστό δημόσιας δαπάνης για χρηματοδότηση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ως ποσοστό του ΑΕΠ στη χώρα μας είναι υψηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ. Ομως, το συνολικό ποσοστό χρηματοδότησης της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στο ΑΕΠ τόσο από δημόσιους όσο και από ιδιωτικούς πόρους στην Ελλάδα είναι, όντως, χαμηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ. Αυτό οφείλεται στην πεισματική άρνηση εισαγωγής κάποιας μορφής διδάκτρων στα ελληνικά ΑΕΙ και ΑΤΕΙ –παρότι πληθώρα μελετών τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες δείχνουν ότι η δωρεάν Τριτοβάθμια Εκπαίδευση μεταφέρει πόρους από τα φτωχότερα προς τα πλουσιότερα τμήματα της κοινωνίας –αλλά και η πολύ ισχνή σύνδεση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με τον επιχειρηματικό τομέα, ιδίως στο πεδίο της έρευνας.

Μήπως, όμως, οι σχετικά χαμηλοί πόροι χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα αποτελεσματικά ώστε το τελικό αποτέλεσμα να τοποθετεί τη χώρα μας ψηλά σε διεθνείς συγκρίσεις; Δυστυχώς ούτε αυτό ισχύει. Σχεδόν πάντα, η χώρα μας κατατάσσεται σε χαμηλές θέσεις αντίστοιχων κατατάξεων είτε αυτές αφορούν επιδόσεις μαθητών είτε αφορούν προσόντα εργαζομένων. Και αυτό δεν είναι μόνο ζήτημα πόρων. Η Ιρλανδία, που δαπανά χαμηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ σε δημόσιες δαπάνες εκπαίδευσης, έχει πολύ καλύτερα αποτελέσματα από την Ελλάδα. Αντίθετα με χώρες υψηλών επιδόσεων, στη χώρα μας η έννοια της αξιολόγησης δομών και προσώπων είναι σχεδόν άγνωστη, τουλάχιστον στον χώρο της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

Αν δίπλα σε αυτά προστεθεί το χαμηλό ποσοστό δαπανών σε ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, αλλά και σε πολιτικές έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, γίνεται φανερό ότι η χώρα μας δεν βρίσκεται στον σωστό δρόμο για την επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, δείχνουν και έναν τομέα όπου πρέπει να επιταχύνουμε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις κατά τα μεταμνημονιακά χρόνια.

Ο Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών