Κυκλοφόρησαν, σχετικά πρόσφατα, δύο βιβλία, η «Σοσιαλδημοκρατία σήμερα» (εκδ. Πόλις) του καθηγητή Ξενοφώντα Κοντιάδη και η «Χώρα που πληγώναμε» (εκδ. Ποικίλη Στοά) του βουλευτή και καθηγητή Θόδωρου Παπαθεοδώρου.

Η αντιφατική εμπειρία της σοσιαλδημοκρατίας εκβάλλει στον τρόπο με τον οποίο διοργανώνεται απ’ τους σημερινούς αριστερούς, κεντροαριστερούς, κεντρώους η «μετα-νεοφιλελεύθερη» θεώρηση του κράτους και των μηχανισμών κοινωνικής εξισορρόπησης.

Εντέλει εκβάλλει και στον τρόπο συγγραφής του ιστορικού της κρίσης στον τόπο μας. Αναφέρομαι στο πολιτικό τόξο από το δημοκρατικό Κέντρο μέχρι την Αριστερά, γιατί φαίνεται ότι η σοσιαλδημοκρατία και η ελληνική της πρόσληψη αποτελεί το ασαφές αλλά αναδιαμορφούμενο εννοιολογικό πεδίο –υποκατάστατο όλων των πολιτικών μετατοπίσεων και της Αριστεράς και του δημοκρατικού Κέντρου.

Η σοσιαλδημοκρατία καθίσταται ένα είδος μητρικής έννοιας στην οποία μπορούν να αναχθούν όλες δημοκρατικές ιδιόλεκτοι. Τα δύο έργα, ήσυχα στην γραφή, ανησυχητικά στις αξιωματικές τους, προϋποθέτουν διανοητική ένταση από το αναγνωστικό κοινό τους. Ανεξαρτήτως του βαθμού πολιτικής κριτικής που ενσωματώνουν (σε σημεία της οποίας δεν συμφωνώ), ανεξαρτήτως του ενδεχόμενου ερμηνευτικού ντετερμινισμού, τα έργα προϋποθέτουν ευρύχωρο λήπτη. Ακριβώς αυτό το μοντέλο πολίτη – αναγνώστη που προϋποθέτουν σμικρύνεται. Μερικοποιείται η γλώσσα, εκλείπουν η πολιτική επάρκεια, η καλλιέργεια, η αναλυτική ψυχραιμία. Είναι γνωστό ότι οι αναγνωστικές και πολιτικές ποιότητες αντικαθίσταται από αρχαϊσμούς. Αυτό είναι ιδρυτικό πρόβλημα σε όλες τις απόπειρες αναστοχασμού, κυρίως διακρίνεται στην ίδια την σύσταση αναγνωστικής ενδοχώρας.

Ο οργανωμένος αναγνώστης δημιουργεί ένα είδος «λόγιου μικροκλίματος» ακόμα και σε μη αναγνώστες. Αυτό εννοώ με την λέξη ενδοχώρα. Ο ένας σπούδασε ιατρική, ο άλλος φυσική. Σχεδόν συνομήλικοι, είχαν οργανωθεί στην ίδια φοιτητική οργάνωση. Ο γιατρός, μικροαστικής καταγωγής (ο πατέρας φυσικός, η μητέρα φιλόλογος), ο φυσικός, αγροτικής καταγωγής (οι γονείς αγρότες).

Με τα χρόνια αναπτύχθηκε μια ισχυρή αντιζηλία. Πλακώνονταν στις συνελεύσεις, ποιος θ’ αφήσει άναυδα τα πλήθη, ποιος θα καθηλώσει.

Ο γιατρός έγινε ο «διανοούμενος», ο φυσικός παρέμεινε εμπειριστής. Μιλάμε για την δεκαετία του ’70-80 και τα διλήμματα, στην αριστερή εκδοχή τους ήταν επιστροφή στις ρίζες ή προοδευτικό ροκ αντιστοίχως με το δίλημμα καρεκλάδες ή ροκάδες. Ο φθόνος μετεξελίχθηκε σε απέχθεια, σε ολική προσωπική ανισορροπία. Η συμβολική θανάτωση του ενός αποτελούσε τον όρο ύπαρξης του άλλου.

Στα χρόνια που ακολούθησαν ο ένας έστηνε παγίδες στον άλλον. Εσω – οργανωτικές (στο κόμμα τους), επαγγελματικές (στις κωμοπόλεις διασταυρώνεσαι θες δε θες), υπαρξιακές, μεταφυσικές σίγουρα. Διεκδικούσαν τα ίδια πράγματα. Θέσεις σε ψηφοδέλτια, τη θέση του γραμματέα Νομαρχιακής κ.λπ.

Ο ένας θεωρούσε τον εαυτό του διανοητικό εκπρόσωπο του κινήματος, ο άλλος τον ενσαρκωτή του εμπράγματου κινήματος. Κανένας δεν μπορούσε να δει τον εαυτό του, στο γήρας, στην κούραση, στην θλίψη. Αυτή η κάμψη του κριτικού βλέμματος θεμελιώνει έναν λόγιο και έμπειρο αντικοινοβουλευτισμό. Τον πιο μέτριο, τον πιο απελπιστικό και τον πιο ανεξήγητο. Πολύ βαθύτερο απ’ τον αγελαίο αντικοινοβουλευτισμό που διαχέεται στην κοινωνία και που τις εκφάνσεις του τις κοιτάμε εμβρόντητοι. Πιθανόν η έκλειψη της κριτικής καθιστά την ευρεία δημοκρατική, σοσιαλδημοκρατική ανασύνθεση επείγουσα και δυνατή.