Η κυβέρνηση στοχεύει στο ορόσημο του ερχόμενου Αυγούστου, οπότε και λήγει τυπικά το τρίτο Μνημόνιο που η ίδια υπέγραψε, το καυτό καλοκαίρι του 2015. Η κυβέρνηση θεωρεί ότι έτσι «τελειώνουν τα Μνημόνια» και ελεύθεροι του ασφυκτικού ελέγχου των «θεσμών» θα πετάξουμε στις αγορές. Θεωρώ έλασσον το πρόβλημα, αν η έξοδός μας στις αγορές θα είναι καθαρή (δηλαδή χωρίς πρόσθετη γραμμή χρηματοδότησης) ή όχι (με χρηματοδότηση, νέους όρους και επιτήρηση). Το μείζον είναι αν η έξοδος καθαυτή αποτελεί λόγο να χαίρεται ο κόσμος και να χαμογελά. Αυτό θα ίσχυε σε μια κανονική χώρα, με πολιτική σταθερότητα, με κόμματα αρχών, με πολιτικό προσωπικό κάποιου βεληνεκούς και κυρίως με μια οικονομία υγιή, παραγωγική και εξωστρεφή. Δυστυχώς τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Μπορεί να αλλάξουν όλα σε οκτώ μήνες; Το βεβαρημένο μας παρελθόν αφήνει λιγοστές ελπίδες.

Στα περίπου 190 χρόνια βίου του νέου ελληνικού κράτους, η Ελλάς έζησε μόνον τα 42 ελεύθερη στις αγορές χωρίς κάποια έξωθεν επιτήρηση. Γεννήθηκε ως πτωχευμένο κράτος μετά την αδυναμία αποπληρωμής των δανείων της Ανεξαρτησίας και ζούσε υπό την αυστηρή επιτήρηση των τριών προστάτιδων δυνάμεων μέχρι τη στάση πληρωμών του 1843. Για τα επόμενα 35 χρόνια η Ελλάς έμεινε εκτός αγορών μέχρι που υποχρεώθηκε –για να ενσωματώσει τη Θεσσαλία –να δεχτεί τους όρους αποπληρωμής των προηγούμενων δανείων. Στην πρώτη ελεύθερη έξοδο στις αγορές το 1879 και μέσα σε 14 χρόνια η Ελλάς επταπλασίασε το εξωτερικό της χρέος. Πτωχευμένη πήγε στο «ατυχές ’97» και στην επιβολή νομισματικής και δημοσιονομικής πειθαρχίας από τον Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο. Επιτηρούμενη, η Ελλάς συνέχισε να δανείζεται. Το 1914 πήρε το μεγαλύτερο (ώς τότε) δάνειο 500 εκατ. γαλλικών φράγκων που λόγω του Μεγάλου Πολέμου δεν εκταμιεύτηκε ποτέ. Μετά το 1918, οι Σύμμαχοι άνοιξαν μια πιστοληπτική γραμμή ως κάλυμμα για τη νομισματική επέκταση που είχαμε ανάγκη. Η επάνοδος του Κωνσταντίνου άφησε πάλι εκτός αγορών την Ελλάδα και η χρηματοδότηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας στηρίχτηκε αποκλειστικά στη συνεχή διόγκωση της νομισματικής κυκλοφορίας, μέχρι το διαβόητο αναγκαστικό δάνειο του 1922. Η Ελλάδα επανασυνδέθηκε με τις διεθνείς κεφαλαιαγορές το 1928 με την εγγύηση της Κοινωνίας των Εθνών, που εμπιστεύονταν πιο πολύ τον Βενιζέλο παρά τη χώρα. Η κρίση του 1929 έφερε πολλά προβλήματα στην εξυπηρέτηση του χρέους λόγω της κατάρρευσης των διεθνών αγορών και της μάταιης σύνδεσης της δραχμής στον κανόνα συναλλάγματος χρυσού. Την Πρωτομαγιά του 1932 η Ελλάς πτώχευσε για τέταρτη φορά σε 104 χρόνια. Το 1946 ο ΔΟΕ παρέδωσε στη Νομισματική Επιτροπή. Η Ελλάδα έλαβε νέο δάνειο, επιπλέον κάλυμμα και διαγραφή πολεμικών χρεών. Η επιτήρηση κράτησε μέχρι το 1982. Τότε μόνο ξεκίνησε η δεύτερη περίοδος ακηδεμόνευτης εξόδου στις αγορές, που κράτησε μέχρι το Μνημόνιο του 2010. Στο διάστημα αυτό, και ενώ το ΑΕΠ της χώρας διπλασιάστηκε, το δημόσιο χρέος τετραπλασιάστηκε. Η «ανέμελη» έξοδός μας στις αγορές οδήγησε το χρέος από το 37% του ΑΕΠ το 1982, στο 145% το 2010, και από τα 3 δισ. ευρώ στα 329 δισ. σε ονομαστικές τιμές, παρά την κολοσσιαία δωρεάν ευρωπαϊκή βοήθεια.

Η ιστορία του ελληνικού δημοσίου χρέους είναι ένα υπόδειγμα κακοδιαχείρισης, εξάρτησης από την ξένη βοήθεια και κοντόθωρης σύνδεσης με την κατεπείγουσα συγκυρία. Στη μακρά διάρκεια, οι διεθνείς κρίσεις διόγκωναν τα δικά μας προβλήματα που σχετίζονται με το δικό μας «μοντέλο» ανάπτυξης και τις δικές μας πολιτικές ευθύνες και καιροσκοπικές συμπεριφορές. Τις δύο προηγούμενες φορές που βγήκαμε ελεύθεροι στις αγορές, ο Τρικούπης και ο Παπανδρέου δεν κατάφεραν να τιθασεύσουν τον δημόσιο δανεισμό. Γιατί νομίζετε ότι θα τα καταφέρουν οι τωρινοί καλύτερα;

Ο Μιχάλης Ζουμπουλάκης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας