Από τις 25 Ιανουαρίου 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας επικράτησαν στην κρισιμότερη ίσως εκλογική αναμέτρηση της μεταπολιτευτικής περιόδου, ο πολιτικός χρόνος δείχνει συμπυκνωμένος όσο ποτέ – για να χωρέσει υποσχέσεις που διαψεύστηκαν, όπως και σχεδιασμούς και αποφάσεις που μέσα σε ελάχιστο διάστημα αναθεωρήθηκαν μερικώς ή ολικώς. Αποτελεί κοινό τόπο ότι η κυβέρνηση Τσίπρα, που είναι ήδη η μακροβιότερη της μνημονιακής εποχής, για αλλού ξεκίνησε και αλλού κατευθύνεται, αλλά η τριετία που έχει μεσολαβήσει επιτρέπει μια αποτίμηση αυτής της πορείας. «ΤΑ ΝΕΑ», μέσα από μια σειρά άρθρων και συνεντεύξεων με πρωταγωνιστές ή παρατηρητές αυτής της τριετίας, κάνουν έναν πρώτο απολογισμό.

Ο Αλέξης Τσίπρας συμπληρώνει τρία χρόνια στην εξουσία, ρεκόρ για έλληνα Πρωθυπουργό από την έναρξη της κρίσης. Οι διαφορές ανάμεσα στα τρία αυτά χρόνια δεν θα μπορούσαν να είναι μεγαλύτερες.

Ο πρώτος χρόνος παρέπεμπε στο φιλμ «Επαναστάτης χωρίς αιτία». Μόνον που αυτήν τη φορά τα δύο αυτοκίνητα πήγαιναν για μετωπική σύγκρουση: η τρόικα σε θωρακισμένη λιμουζίνα ενώ οι Τσίπρας και Βαρουφάκης σε Τrabant της πρώην DDR. Oι δύο «επαναστάτες» έγιναν καθημερινή είδηση σε όλα τα γερμανικά κανάλια, κανένας έλληνας πολιτικός δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε. Το αποτέλεσμα ήταν μία παταγώδης αποτυχία. Οι καμικάζι οδήγησαν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού με τη γνωστή έκβαση: την τελευταία στιγμή ο Τσίπρας σταμάτησε το Trabant, προέταξε το καλό της χώρας και έστειλε τον συνοδηγό του στην πολιτική έρημο. Ωστόσο, το ευαίσθητο δεντράκι της ανάπτυξης που ξεκίνησε δειλά το 2014 στέγνωσε μέσα στο χάος της «αλλαγής».

Τα χρόνια που ακολούθησαν σφραγίστηκαν από τις επίπονες διαπραγματεύσεις μεταξύ Βρυξελλών και Αθήνας. Η καταβολή των δόσεων καθυστερούσε για μήνες, η διαπραγμάτευση σέρνονταν μέχρις εσχάτων, διογκώνονταν η αβεβαιότητα για την αξιοπιστία του ελληνικού κράτους. Προγραμματισμένες επενδύσεις ακυρώνονταν, μαζί τους και η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Βρυξέλλες και Βερολίνο ήθελαν να βγάλουν την Ελλάδα από την ημερήσια διάταξη, είχαν να ασχοληθούν με «σημαντικότερα». Ετσι έμενε ο έπαινος του Eurogroup για την ψήφιση ακόμη και ανόητων νομοσχεδίων, κόντρα στις συμβουλές των πιστωτών –όπως η αύξηση της φορολογίας επιχειρήσεων, των κοινωνικών εισφορών ή του φόρου ακίνητης περιουσίας. Προείχε να εμφανίσει η Ελλάδα ένα πρωτογενές πλεόνασμα, αδιάφορο εάν η ιδιωτική οικονομία οδηγούνταν σε ασφυξία.

Υπάρχει και θετική είδηση: οι καθυστερήσεις στις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς περιορίστηκαν εσχάτως από τον ένα χρόνο στους δύο μήνες. Είναι τραγικό, εάν αυτό το ονομάζουν επιτυχία.

Με αυτά τα δεδομένα, ο Τσίπρας στον τέταρτο χρόνο της εξουσίας του ονειρεύεται να απελευθερώσει τη χώρα από τα «δεσμά των πιστωτών». Εύλογη επιθυμία, αλλά με όρους, πιθανότατα, παράλογους. Διότι οι πρόσθετη επιβάρυνση των επιτοκίων που θα επωμιστεί η Ελλάδα, αντί των ευνοϊκών επιτοκίων μίας πιστοληπτικής γραμμής των ευρωπαίων εταίρων, θα δυσχεράνει δραματικά την εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας.

Ακόμη χειρότερο είναι ότι δεν άλλαξε το στυλ στην άσκηση πολιτικής στην Ελλάδα. Δείγματα υπάρχουν παντού: Πρώτον, ο Τσίπρας, ο οποίος με την άνοδό του στην εξουσία είχε εξαγγείλει το τέλος του παλιού συστήματος, συντήρησε και τροφοδότησε το πελατειακό σύστημα. Οι αρνητικές του επιπτώσεις σε συνδυασμό με τη δυσλειτουργία των κρατικών υπηρεσιών και την υπερφορολόγηση αποτυπώνονται στη μαζική μετανάστευση των παραγωγικών δυνάμεων της Ελλάδας. Και οι «παλιές ελίτ» και «ολιγάρχες»; Και ο Τσίπρας φροντίζει τους δικούς του αντί να τους εντάξει σε ένα σχέδιο ανόρθωσης της χώρας.

Δεύτερον, ο Τσίπρας δεν έχει σχέδιο για το πού θα είναι η Ελλάδα σε πέντε χρόνια. Πήγε στη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές χωρίς μία σοβαρή θέση. Πέραν του μονότονου αιτήματος για κούρεμα του χρέους, λείπει μέχρι σήμερα έστω και μία εποικοδομητική εναλλακτική αντιπρόταση στις αξιώσεις των πιστωτών που θα βοηθούσε τη χώρα περισσότερο από τις συνεχώς επαναλαμβανόμενες περικοπές. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχει στηθεί μια μηχανή ψήφισης νομοσχεδίων που περνούν από τη Βουλή κακήν κακώς τα μέτρα των πιστωτών χωρίς να ενδιαφέρονται οι κυβερνώντες για τις επιπτώσεις τους στη χώρα. Ταυτόχρονα ο Τσίπρας διακηρύσσει στεντόρεια ότι δεν πιστεύει στην επιτυχία αυτών των μέτρων. Και δεν έχει οπωσδήποτε άδικο. Αλλά ο ίδιος διαπραγματεύτηκε, και μάλιστα κακά, αυτήν τη συμφωνία η οποία φέρει την υπογραφή του.

Συνεχίζεται η απουσία μιας εποικοδομητικής συζήτησης για τις μεταρρυθμίσεις που καθυστερούν και θα έβγαζαν την Ελλάδα από την κρίση. Μεταξύ άλλων: αποτελεσματικός κρατικός μηχανισμός, αξιόπιστο φορολογικό σύστημα και λειτουργική Δικαιοσύνη. Αυτή θα ήταν η συνταγή για να ορθοποδήσει η Ελλάδα, όχι νέοι γύροι περικοπών τα επόμενα χρόνια.

Επί μία δεκαετία η Ελλάδα παραμένει βυθισμένη στη στασιμότητα, παρά την ισχνή άνοδο του ΑΕΠ το 2017. Αυτό είναι κόλαφος για τις προηγούμενες αλλά και για τη σημερινή κυβέρνηση.

Μένει η ελπίδα ότι κάποτε θα προωθηθούν οι από καιρό επιβεβλημένες δομικές μεταρρυθμίσεις. Διότι η Ελλάδα έχει μεγάλο αναξιοποίητο δυναμικό και αξίζει, επιτέλους, να αποκτήσει και προοπτική.

Ο Αλέξανδρος Κρητικός είναι διευθυντής Ερευνας του DIW (Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών)