Αλλες «αναλογικές» χώρες –Βέλγιο, Ολλανδία κ.λπ. –χρειάζονταν πάντα χρόνο, ενίοτε χρόνια, προκειμένου να συγκροτήσουν συμμαχική κυβέρνηση ώστε να αποφεύγεται η επαναλαμβανόμενη επιστροφή στις κάλπες. Για τη Γερμανία κάτι τέτοιο είναι πρωτόγνωρο. Από τους ειδικούς ωστόσο ήταν αναμενόμενο. Ας δούμε γιατί.

Μέχρι την προ δωδεκαετίας πρώτη αναρρίχηση της Μέρκελ στην καγκελαρία, ο λεγόμενος μεγάλος συνασπισμός, η συγκυβέρνηση CDU/SPD, ήταν εξαίρεση (1966-1969). Τυπικό μοντέλο, πράγματι, «ατελούς δικομματισμού» («συστήματος των δυόμισι κομμάτων»), η χώρα έβλεπε κατά κανόνα τις δύο μεγάλες πολιτικές οικογένειες, τη χριστιανοδημοκρατική και τη σοσιαλδημοκρατική, να εναλλάσσονται στην εξουσία, με τη συγκυβερνητική διαθεσιμότητα του μικρού κόμματος των Φιλελευθέρων. Από το 2005, όμως, ο κυβερνητικός συνασπισμός τους έγινε κανόνας. Και αυτή η εξέλιξη υπήρξε ευθεία προέκταση των πολιτικοθεσμικών μεταβολών στη χώρα των Τευτόνων κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ειδικότερα…

Οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες που αναπτύχθηκαν στα 1980s, η ενοποίηση με την Ανατολική Γερμανία που κληροδότησε στο κομματικό σύστημα της χώρας τούς απόγονους των κομμουνιστών, η διάσπαση των σοσιαλδημοκρατών με απόσχιση της υπό τον Λαφοντέν αριστερίστικης πτέρυγάς τους και η πρόσφατή ανάπτυξη ακροδεξιού κομματικού μορφώματος, λόγω μεταναστών/προσφύγων, τη μετέτρεψαν από ατελή δικομματισμό σε ευρύ πολυκομματισμό. Με αποτέλεσμα σπανιότατα πλέον να είναι πολιτικά και αριθμητικά δυνατή άλλη συγκυβέρνηση πλην αυτής CDU/SPD. (Αλλωστε μια απόφαση των –άσχετων από Πολιτική Επιστήμη –γερμανών συνταγματικών δικαστών ενέτεινε τον αναλογικό χαρακτήρα του εκλογικού συστήματος, ακυρώνοντας την πλειοψηφική λειτουργία των λεγόμενων «πλεονασματικών εδρών»).

Η εν λόγω εξέλιξη είχε, όμως, ως συνέπεια τα συνήθως συγκυβερνώντα από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 δύο μεγάλα κόμματα να υφίστανται ταυτόχρονα τη φθορά της εξουσίας: από κοντά 85% που ήταν τότε το αθροιστικό ποσοστό τους ελάχιστα πλέον υπερβαίνει το 50%.

Αυτό σημαίνει πως σήμερα αντιμετωπίζουν ένα επώδυνο δίλημμα: ή αναπαράγουν τη συγκυβέρνησή τους, που δύσκολα θα είναι το ίδιο σταθερή όσο παλαιότερα, ή η χώρα καθίσταται αμέσως εξαιρετικά δυσκυβέρνητη και πολιτικά ασταθής.

Τι σημαίνει η νέα γερμανική πολιτική πραγματικότητα για εμάς;

Η Ελλάδα μπαίνει σχεδόν αναπόφευκτα σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας, που ασφαλώς θα προσθέσει πολλά στα ήδη υφιστάμενα προβλήματά της: έχει ψηφισμένη απλή αναλογική, ενώ στο μόνο μη έλασσον θεσμικό θέμα επί του οποίου συμφωνούν και έχουν δεσμευθεί τα δύο μεγάλα κόμματά της –επιβεβαιώνοντας πως οι μεγάλες βλακείες γίνονται ομόφωνα –είναι να οδηγήσουν σύντομα, με συνταγματική αναθεώρηση, τη χώρα σε ένα ρευστό, χωρίς ταυτότητα πολίτευμα. Οπου ο ΠτΔ άλλοτε θα εκλέγεται από το Κοινοβούλιο και θα είναι ανίσχυρος και άλλοτε απευθείας από τον λαό, καθιστάμενος πολιτικά πανίσχυρος, όποιες και αν είναι οι τυπικές οριοθετήσεις των αρμοδιοτήτων του. Αυτή η πολιτευματική ασάφεια κι αν θα φέρει ανασφάλεια…

Υπό τις συνθήκες αυτές είναι προφανές πως θα χρειαζόμασταν «εισαγωγή πολιτικής σταθερότητας». Αυτήν θα μπορούσε να την προσφέρει μια Γερμανία με κυβέρνηση σταθερή, διαθέτουσα ευρωπαϊκή συνείδηση. Τέτοια κυβέρνηση δύσκολα μπορεί να αποκτήσει η σημερινή Γερμανία. Τα χειρότερα ίσως είναι μπροστά μας.

Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο