Η συμμετοχή 211.000 πολιτών στις εκλογές της περασμένης Κυριακής ήταν ένα σημάδι πως τα ζωτικά όργανα της δημοκρατίας, παρά τις βλάβες, λειτουργούν ακόμη. Οποιος κι αν ήταν ο λόγος που έφερε τους ανθρώπους στα εκλογικά τμήματα, η συμμετοχή τους, σε μια εποχή παρακμής της δημόσιας σφαίρας, εποχή αποκαρδιωμένης ιδιώτευσης και βαθιάς δυσπιστίας απέναντι στην πολιτική, ήταν μια ευχάριστη διάψευση της ενδημικής απαισιοδοξίας.

Ηταν, φυσικά, ένας καλός οιωνός και για το, εύθραυστο ακόμη, πολιτικό εγχείρημα του νέου φορέα. Κάποιοι θυμήθηκαν ότι τον Μάρτιο του 2012, στην αντίστοιχη διαδικασία του ΠΑΣΟΚ, με υποψήφιο τον Ευάγγελο Βενιζέλο, είχαν συμμετάσχει λίγο περισσότεροι (230.000). Αλλά είναι άλλο οι 200.000 κατεβαίνοντας από τις 750.000 (του 2007) κι άλλο οι 200.000 ανεβαίνοντας από τις 50.000 (του 2015). Κι έπειτα, το 2012, δύο μήνες μετά την εσωκομματική κάλπη, το ΠΑΣΟΚ είχε πάρει στις εκλογές 800.000 ψήφους και 13%. Επιβεβαιώνοντας έναν άτυπο, εμπειρικό κανόνα των τελευταίων χρόνων που θέλει η αναλογία της συμμετοχής στην εσωκομματική κάλπη προς τα εκλογικά ποσοστά του κόμματος να είναι περίπου 1 προς 4.

Οι προηγούμενες αποδόσεις δεν εξασφαλίζουν, φυσικά, τις μελλοντικές –όπως έλεγαν κάποτε και οι διαφημίσεις επενδυτικών προϊόντων. Η διαπίστωση πως για τον νέο φορέα υπάρχει ενεργός ζήτηση, δεν προεξοφλεί την ποιότητα της προσφοράς. Οι συνιδρυτές του νέου φορέα ζήτησαν μια ψήφο εμπιστοσύνης και την έλαβαν. Μένει να δούμε πώς θα ανταποκριθούν σε αυτήν. Πώς θα την αποκρυπτογραφήσουν, πριν απ’ όλα.

Ενα πρώτο ερώτημα είναι: τι έφερε τόσους ανθρώπους στις κάλπες της περασμένης Κυριακής; Ποιο ήταν το κίνητρο και ποιο το αίτημά τους; Ηταν και μια διάθεση να δοθεί απάντηση στην ανυπόφορη αλαζονεία του συριζανελικού συστήματος εξουσίας. Ηταν, για κάποιους, και κάτι σαν «πασοκαλγία», νοσταλγία για τις παλιές ωραίες ημέρες. Μα, εκ των πραγμάτων, ήταν προπάντων μια θετική απάντηση σε μια υπόσχεση: πως θα δημιουργηθεί ένας νέος, ισχυρός πολιτικός οργανισμός, που θα μπορέσει να αμφισβητήσει και να υπερβεί τον εξαιρετικά τοξικό «μικρό δικομματισμό» ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά εδώ προκύπτει το επόμενο ερώτημα. Αν η ψήφος της περασμένης Κυριακής προδιαγράφει, κατά κάποιον τρόπο, τον υπό ίδρυση φορέα, το στίγμα του και τα χαρακτηριστικά του, τι μέλλον προλέγει;

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα δεν έχουμε, προς το παρόν, άλλα στοιχεία παρά τα ίδια τα αριθμητικά δεδομένα της κάλπης. Ποιοι ψήφισαν. Και ποιους ψήφισαν.

Η κουβέντα επικεντρώθηκε στο δεύτερο ερώτημα. Στο γεγονός, δηλαδή, ότι απέναντι στο αναμφισβήτητο φαβορί, τη Φώφη Γεννηματά, στον δεύτερο γύρο δεν θα βρεθεί αύριο ο Θεοδωράκης ή ο Καμίνης, που θα συμβόλιζαν διεύρυνση, αλλά ο Νίκος Ανδρουλάκης, που προέρχεται και αυτός από τις τάξεις του ΠΑΣΟΚ. Αλλά το αποτέλεσμα αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι ο μεγάλος όγκος των ψηφοφόρων της Κυριακής προερχόταν, όπως όλα δείχνουν, από το εκλογικό ακροατήριο της ΔΗΣΥ. Και η σημασία του περιορίζεται από το γεγονός ότι όλοι οι υποψήφιοι, απ’ όπου κι αν κατάγονταν πολιτικά, διεκδικούσαν την ίδρυση ενός νέου φορέα, όχι την αναβίωση ενός παλιού.

Το πιο ενδιαφέρον, λοιπόν, δεν είναι ποιον ψήφισαν. Αλλά ποιοι ψήφισαν.

Στο εκλογικό σώμα που σχηματίστηκε την περασμένη Κυριακή υπερ-αντιπροσωπεύονται οι άνω των 65 ετών (37%) και υπο-αντιπροσωπεύονται οι νέοι (οι ηλικίες 17-34 αποτελούν μόνο το 11%), οι γυναίκες (35% μόνο) και το Λεκανοπέδιο της Αττικής. Εκεί όπου το αποτύπωμα των χρόνων της κρίσης παραμένει ισχυρότερο, στις παραδοσιακές λαϊκές και εργατικές γειτονιές της Β’ Αθήνας και της Β’ Πειραιά, η συμμετοχή ήταν μικρότερη.

Η σύνθεση αυτή του εκλογικού σώματος καθρεφτίζει τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει ο νέος, υπό ίδρυση, φορέας. Τις μεγάλες δυσκολίες που έχει στον δρόμο του. Αλλά είναι και κάτι περισσότερο: είναι κάτι σαν καθρέφτης του πολιτικού μας μέλλοντος. Κι είναι μια πρόκληση για την πολιτική ζωή στο σύνολό της.

Η Ελλάδα που θα πάει στις επόμενες κάλπες, όποτε κι αν γίνουν οι εκλογές, θα είναι μια χώρα βαθιά αλλαγμένη, κοινωνικά, σε σχέση με την Ελλάδα του 2009, την Ελλάδα πριν από την κατάρρευση. Βαθιά αλλαγμένη, πολιτικά, και σε σχέση με την Ελλάδα που προσήλθε στις τρεις κάλπες του 2015, με τα τελευταία ίχνη αισιοδοξίας που της απέμεναν και που αποδείχθηκαν αυταπάτες.

Σε επίπεδο αριθμών, η Ελλάδα σήμερα έχει περίπου ένα εκατομμύριο περισσότερους συνταξιούχους από το 2008, ένα εκατομμύριο περισσότερους ανέργους (νέους κυρίως) και μισό εκατομμύριο νέους και νέες παραγωγικών ηλικιών που μετανάστευσαν στα χρόνια της κρίσης. Είναι μια χώρα που έχασε το ένα τέταρτο του εισοδήματός της. Που η απόστασή της από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο –η περίφημη και επιδιωκόμενη κάποτε σύγκλιση –επέστρεψε στα επίπεδα του 1980. Και είναι προπάντων μια χώρα που υπέστη μια μεγάλη, βίαιη και πολιτικά κρίσιμη κοινωνική ανατροπή.

Μελετώντας τις συνέπειες της κρίσης και των πολιτικών που υιοθετήθηκαν στα χρόνια της, οι Τάσος Γιαννίτσης και Σταύρος Ζωγραφάκης («Ανισότητες, φτώχεια, ανατροπές στα χρόνια της κρίσης») αποτυπώνουν πώς και γιατί ο μεγάλος, δυσανάλογα μεγάλος, χαμένος ήταν τα μεσαία εισοδήματα. Η απότομη πτώση των κάποτε μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, η φτωχοποίησή τους, δεν ανέτρεψε μόνον το κοινωνικό στάτους ευρύτατων κοινωνικών ομάδων. Εχει και συνέπειες (που ο οξυδερκής κ. Τσακαλώτος φαίνεται να παραγνωρίζει): αφενός υπονομεύει την οικονομική ανάκαμψη, αφού αυτά τα στρώματα είχαν δυσανάλογη προς την έκτασή τους συμμετοχή στην κατανάλωση και στις επενδύσεις. Αφετέρου –και σημαντικότερο –κάνει αυτές τις ευρύτατες ομάδες, που είχαν την υψηλότερη συμμετοχή στα κοινά, να χάνουν τα σημεία αναφοράς τους, την εμπιστοσύνη τους στην πολιτική, στη χώρα την ίδια. Το υπόστρωμα της πολιτικής, της συμμετοχής στη δημόσια σφαίρα αποσαθρώνεται.

Αυτή τη διαδικασία φθοράς, το εκλογικό σώμα της περασμένης Κυριακής την αποτυπώνει και, ταυτόχρονα, δίνει μια μικρή υπόσχεση να την ανακόψει. Αλλά αν δεν υπήρχε αυτή η υπόσχεση, όλη η διαδικασία του νέου φορέα θα ήταν δίχως νόημα. Αυτό είναι το στοίχημά της.