Θα συζητηθεί αυτές τις μέρες στην ολομέλεια της Βουλής το νομοσχέδιο για τη νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου. Με τον όρο «ταυτότητα φύλου» εννοείται ο τρόπος που βιώνει καθένας το φύλο του, ανεξάρτητα από αυτό που έχει καταχωριστεί κατά τη γέννησή του. Το νομοσχέδιο δίνει τη νομική δυνατότητα διόρθωσης φύλου (με δικαστική απόφαση) μόνο με δήλωση του/της ενδιαφερομένου/ης, χωρίς να είναι προαπαιτούμενο η χειρουργική επέμβαση ή άλλες ιατροφαρμακευτικές επεμβάσεις. Με το νομοθέτημα αυτό η χώρα μας ευθυγραμμίζεται σε μεγάλο βαθμό με το πρόσφατο ψήφισμα 2048/2015 του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Γιατί είναι σημαντική μια τέτοια εξέλιξη; Γιατί δίνει τη δυνατότητα σε μια ομάδα συμπολιτών μας («τρανς») να μην περιθωριοποιούνται και να μην αποκλείονται επειδή άλλο λένε τα χαρτιά τους και άλλο αισθάνονται οι ίδιοι. Με τον τρόπο αυτό μπορούν επιτέλους να ταυτίσουν την αντίληψη για τον εαυτό τους με την καταγραφή τους στα μητρώα της πολιτείας. Ετσι δίνεται η ευκαιρία να βελτιωθεί καταλυτικά η επαγγελματική, εκπαιδευτική, κοινωνική τους ένταξη, ρίχνοντας τα γραφειοκρατικά τείχη. Η δημοκρατία άλλωστε, στηρίζεται στις πλειοψηφίες για να προστατεύει και τα δικαιώματα των μειοψηφιών και αυτό το νομοσχέδιο είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Γιατί έχει ξεσηκώσει μεγάλες αντιδράσεις το τριών σελίδων αυτό νομοθέτημα στην ελληνική κοινωνία; Γιατί κάποιοι βάζουν τα στερεότυπα πάνω από τα δικαιώματα. Φοβούνται τη γενίκευση μιας υπόθεσης που αφορά μερικές χιλιάδες συμπολίτες μας. Στο δικαίωμα της αξιοπρέπειας αντιτάσσουν τον κίνδυνο της αμετροέπειας. Θεωρούν ότι η παράταση της απόγνωσης μια κατηγορίας συμπολιτών μας είναι ευεργετική για την κοινωνία, γιατί κρύβει κάτω από το χαλί του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης το συγκεκριμένο ζήτημα. Δυστυχώς, και η αντίδραση της Εκκλησίας είναι υπερβολική κατά τη γνώμη μου, παρασυρόμενη μάλλον από ακραίες φωνές. Δεν κινδυνεύουν η ελληνική οικογένεια και η ελληνορθόδοξη παράδοση από το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια μιας μερίδας συμπολιτών, συνανθρώπων μας. Επειδή ακριβώς η Εκκλησία αγκαλιάζει τους κατατρεγμένους και τους περιθωριοποιημένους, επειδή διδάσκει και κάνει πράξη την αγάπη και την αλληλεγγύη, θα έπρεπε να δείξει μεγαλύτερη συμπάθεια και μεγαλοθυμία στο θέμα. Στα πλαίσια ενός συνεχούς διαλόγου Πολιτείας – Εκκλησίας με πολύ σεβασμό ακούμε την άποψή της. Οταν όμως η άποψη μετατρέπεται σε ευθεία παρέμβαση στο νομοθετικό έργο (προφανώς με την υπερίσχυση κάποιων ακραίων της Ιεραρχίας), θεωρώ ότι είναι θέμα στοιχειώδους αυτοσεβασμού του πολιτικού κόσμου να μην ενδώσει. Χωρίς ακρότητες, χωρίς φανατισμούς ένθεν κακείθεν, να βάλουμε στο κέντρο τον άνθρωπο και όχι τον φόβο. Καταλαβαίνω ότι η Εκκλησία μπορεί να σημαίνει ψήφους για κάποια κόμματα και βουλευτές. Οι φωτισμένοι ιερωμένοι όμως (και έχω γνωρίσει πολλούς) νοιάζονται για την ψυχή, το πνεύμα και όχι για την κάλπη. Για τα «μεγάλα» και όχι τα «μικρά». Είμαι σίγουρος ότι αυτοί μπορούν πολύ καλά να ξεχωρίσουν την ανθρωποκεντρική από την ψηφοθηρική προσέγγιση…

Ο Γιώργος Μαυρωτάς είναι βουλευτής με Το Ποτάμι