Αφού το ξέρω, με ζαλίζει όταν διαβάζω στο ταξί, εγώ επιμένω. Προσπαθώ να διακρίνω σ’ έναν χάρτη του Ελληνικού στην εφημερίδα κάτι πιτσίλες. Εκεί λένε οι αρχαιολόγοι υπάρχουν αρχαία. Είναι σίγουροι. Μετά διαβάζω ότι τα κτίρια που θα χτιστούν να μην ξεπερνάνε το ύψος της Ακρόπολης.

Βέβαια. Πολύ σωστά. Ολοι ξέρουμε πως για να δεις τον Παρθενώνα πρέπει να πας μια βόλτα μέχρι το παλιό αεροδρόμιο. Αλλιώς δεν μπορείς να νιώσεις όλο το αρχαίο κάλλος.

Στο ραδιόφωνο του ταξί ακούω ροκ. Πινκ Φλόιντ, Ντορς, Λεντ Ζέπελιν. Ο οδηγός, ένας ευπρεπής, πενήντα πέντε, εξήντα, κάθε τόσο σηκώνει το ένα χέρι απ’ τον λεβιέ και κάνει μια κίνηση με τον δείκτη σαν να παίρνει τηλέφωνο σ’ ένα αόρατο παλιό σταθερό, προ πλήκτρων, απ’ αυτά με το διάτρητο δίσκο που έβαζες το δάχτυλο στην τρύπα για να συνδεθείς.

Θα ‘ναι παλιός ροκάς σκέφτηκα και παίρνει τηλέφωνο τη δεκαετία του εξήντα, αλλά κανείς δεν το σηκώνει.

Ετσι όπως έπεφτε ο ήλιος στα μαλλιά του κι έπαιζαν οι ακτίνες με τους ίσκιους απ’ τις ακακίες, για μια στιγμή τον φαντάστηκα νέο με τη μακριά χαίτη της εποχής του να τρέχει από συναυλία σε συναυλία και να ονειρεύεται έναν καινούργιο κόσμο. Εναν κόσμο που ποτέ δεν ήρθε. Σκέφτεται πού πήγαν όλα αυτά.

Στην άλλη σελίδα, βλέπω αρχαιολόγους δύτες να βγάζουν απ’ τον βυθό των Αντικυθήρων ένα χάλκινο χέρι σαν να ζητάει βοήθεια απ’ τα βάθη άλλων καιρών.

Ζαλίστηκα, σήκωσα το βλέμμα στο παράθυρο, βλέπω μια αφίσα με μια φωτογραφία κι από πάνω με μεγάλα γράμματα «Αυτός είναι ο Φασίστας».

Λέω στον οδηγό, «μάλλον θα είναι ο δολοφόνος του Φύσσα».

–Οχι, μου λέει, είναι ένας καθηγητής πανεπιστημίου.

Α. Λάθος.

Φτάναμε κοντά στο θέατρο, βγάζω να πληρώσω, λέω.

–Ησουνα παλιός ροκάς έ;

–Δεκαπέντε.

–Α. Απ’ τα δεκαπέντε;

–Οχι, το ρολόι γράφει 15. Δεκαπέντε ευρώ.

–Α με συγχωρείτε, λάθος, αλλά επειδή ακούγατε το «The dark side of the moon».

–Α, έτσι το λένε. Οχι τυχαία είχα βάλει τον σταθμό, ο προηγούμενος, δηλαδή, ούτε που τ’ άκουγα.

Κι άλλο λάθος. Αυτός δεν ήτανε ροκάς κι η αφίσα δεν ήταν για τον Φύσσα.

Βγαίνω. Με πλησιάζει μια κυρία, πολύ καλά ντυμένη, άβαφη αλλά καλοχτενισμένη. Με κοιτάει στα μάτια σαν να με ξέρει, χαμογελάει ευγενικά σηκώνει το χέρι της και μου δείχνει κάπου αόριστα προς την Πανεπιστημίου.

–Το βλέπετε αυτό το σπίτι στη γωνία που δεν χτίστηκε ποτέ;

Χαμογέλασα αμήχανα.

–Αυτό είναι το σπίτι μου. Καταλάβατε; Γι’ αυτό κρυώνω τις νύχτες, γιατί δεν χτίστηκε ποτέ. Σας το λέω για να μη νομίζετε πως τα φαντάζομαι όλα αυτά. Οχι. Δεν χτίστηκε ποτέ. Γι’ αυτό κρυώνω. Και να το πείτε στην κόρη μου. Κάνει λάθος πέστε της. Λάθος.

Σκέφτομαι πως όχι μόνο αυτή. Ολοι πήραμε τη ζωή μας Λάθος.

Λάθος. Και δεν αλλάξαμε ζωή.